Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

ΑΤΕΧΝΩΣ / Γ. Φαρσακίδης: «Να μπορώ να ζωγραφίζω αν τα καταφέρω και επιζήσω…»

Δεν ήταν η εφηβική ορμή ή η απερισκεψία που έσπρωξαν τον Γιώργο Φαρσακίδη στο βουνό. Εποχές δύσκολες, σκληρές. Τα γεγονότα κυλούσαν βίαια και στοιβάζονταν στις νεανικές ψυχές, ωριμάζοντας πριν την ώρα τους τις συνειδήσεις. Από έφηβος ακόμα συμμετείχε στην αντιστασιακή οργάνωση των Γερμανικών Φούρνων, στη Θεσσαλονίκη, όπου δούλευε ως αρτεργάτης. Στα δεκαοχτώ έπιασε το τουφέκι και «βαφτίστηκε» ανταρτοεπονίτης στον ΕΠΟΝίτικο λόχο του Τάγματος Χορτιάτη. Όσα ακολούθησαν σημάδεψαν για πάντα τον ίδιο και κάμποσες λαμπρές σελίδες στην χιλιότομη ιστορία των αγώνων του λαού και της τέχνης του.
«Μισώ τον πόλεμο, τον Χίτλερ, την αλαζονεία, το φασισμό. Ωστόσο θα ’θελα, αν το μπορούσα, πολεμώντας το φασισμό, να μη βρισκόμουνα στην ανάγκη να σκοτώσω κανένα. Ούτε και τώρα νιώθω μίσος γι’ αυτούς με τους οποίους θα αλληλοσκοτωθούμε σε λίγο…» θα γράψει στο ημερολόγιό του. «Σε λίγο…», στη Μάχη της Κρήνης, στις 12 Σεπτέμβρη 1944…
Ο νεαρός αντάρτης μέχρι πριν από λίγο γεμίζει τις σελίδες του μπλογκ του με σκίτσα από την καθημερινότητα της αντάρτικης ζωής και σχεδιαγράμματα με τις θέσεις που καταλαμβάνουν οι δυνάμεις του εχθρού, πολύτιμα για το τμήμα του ΕΛΑΣ, μιας και οι χάρτες σπανίζουν. «Ξημερώνει. Αγουροξυπνημένοι, οι Γερμανοί πλένονται αμέριμνοι, πειράζονται, πλατσουρίζουν στα νερά. Κάποιοι θα πέσουν σε λίγο νεκροί, μα κανείς τους δεν ξέρει πως ο χάρος, παραμονεύοντας στο σκοτάδι, τους έχει βάλει στο στόχαστρο…»
«Σε λίγο…», μια ριπή γερμανικού πολυβόλου θα σακατέψει τα δυο του χέρια, για πάντα. Και τότε… Οι σύντροφοί του δεν τον εγκαταλείπουν στο πεδίο της μάχης. Χάρη στην αυτοθυσία τους και μετά από περιπέτειες ο Γιώργος Φαρσακίδης θα νικήσει το θάνατο. Μα η αγάπη του για τη ζωή δεν ξεχώριζε απ’ την αγάπη για τη ζωγραφική. Η έγνοια του είναι να μπορέσει να ξαναζωγραφίσει…
Ο τραυματισμός του και οι πρώτες στιγμές που ακολούθησαν, περιγράφονται στο συγκλονιστικό αυτό απόσπασμα από το  βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ – 1944 (Αθήνα 2014). Σελίδες πλημμυρισμένες από τον χειμαρρώδη και τρυφερό λόγο του αεικίνητου αγωνιστή εικαστικού καλλιτέχνη και συγγραφέα, που ο σπουδαίος δημιουργός «παντρεύει» αρμονικά με εικαστικά έργα του και φωτογραφίες από τα χρόνια της Αντίστασης, απέναντι στους Γερμανούς και Βούλγαρους καταχτητές.
Ο χώρος της μάχης. Στο βάθος ασπρίζουν τ’ απομεινάρια από τα πολυβολεία των Γερμανών. Δεξιά το βουνό «Κατσίκα».

Ο χώρος της μάχης. Στο βάθος ασπρίζουν τ’ απομεινάρια

από τα πολυβολεία των Γερμανών. Δεξιά το βουνό «Κατσίκα».



Πρέπει να πέρασαν πάνω από δυο ώρες π’ αρχίσαμε. Ήρθε ο σύνδεσμος και μας λέει ότι ο λόχος έχει κιόλας αποσυρθεί.
― Συναγωνιστές, οι τελευταίοι θα πιάνουνε ένας-ένας θέση μπροστά. Οι άλλοι θα ρίχνουν και προσοχή μην το πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί.
Ξεκίνησα πρώτος. Σε κάποια σημεία το ανάχωμα χαμηλό, μόλις σε καλύπτει στα μπρούμυτα. Έβγαλα το κεφάλι να δω. Ένας Γερμανός, σκυφτός, μ’ οπλοπολυβόλο στο χέρι, σε ίσαμε δεκαπέντε μέτρα απόσταση, δρασκελά κατά μας να μπει μες στο όρυγμα. Φοβάμαι ότι μπορεί ν’ αποκόψει το δρόμο σε όσους είναι πιο πίσω.
Ανασηκώνομαι, ακάλυπτος από τη μέση και πάνω, και του ρίχνω. Ο Γερμανός έπεσε χτυπημένος και τον βλέπω κρατώντας το οπλοπολυβόλο να σέρνεται στους αγκώνες να μπει μες το όρυγμα. Ανεβοκατεβάζω το κινητό ουραίο να ξαναοπλίσω).
― Όχι, δε θα μπεις, κερα…
Δε θ’ αποσώσω τη λέξη. Μια ριπή, απ’ το πέρα πολυβολείο, μου πετάει θρυμματισμένα όπλο και χέρια. Νιώθω συγκλονιστική την αίσθηση του μοιραίου και το ότι εκείνο που το σκεφτόσουνα τόσες φορές έγινε αμετάκλητη πράξη!
Τα μανίκια του μπουφάν σηκωμένα, απ’ τον αγκώνα και πάνω, τιναγμένα σάρκες και κόκαλα, στη μέση κενό. Ο καρπός, που κρατιέται από κάτι άσπρο σαν νεύρο, πάει πέρα δώθε σαν εκκρεμές και το αίμα χοχλαστό πετιέται με δύναμη.
Και τώρα… μια ζωή δίχως χέρι… Σκατά…
Δεν αισθάνομαι πόνο. Μονάχα μια ζεστασιά, ένα μούδιασμα. Έτσι θα πρέπει να είναι κι ο θάνατος, απαλός και ανώδυνος! Κι αν μείνω για λίγο;
Το αρχέγονο ένστικτο μπολιασμένο τη λογική αντιπαλεύει τον πειρασμό. Είναι και η λευτεριά που περίμενες, κι οι δικοί σου που σε προσμένουν και όλα εκείνα που δεν έχεις ακόμα γνωρίσει!
Η ζωή βαραίνει στη ζυγαριά. Τώρα θέλω να ζήσω, πρέπει να ζήσω! Ο καρπός καθώς κρέμεται, όπου να ναι θα πέσει να κυλιστεί στη σκόνη του δρόμου. Και τα μαντρόσκυλα του χωριού θα τον τραβολογάνε γρυλίζοντας! Το δικό μου το χέρι! Ίσως κάποιος γιατρός, μ’ ένα νυστέρι… θα ήταν… πιο «φυσικό».
Το χουφτώνω με το δεξί μη μου πέσει και δίνω, ολόρθος, σάλτο για τη χαράδρα.
Καλυμμένοι πίσω απ’ την όχθη του ρέματος οι δικοί μας μου γνέφουν. Στην τελευταία δρασκελιά με προλαβαίνει ριπή. Θρυμματισμένος ο χωματόβραχος γεμίζει το πρόσωπο μου σκόνη και πετραδάκια. Το σακίδιο, διάτρητο από τις σφαίρες, πέφτει, από την πλάτη κι εγώ σωριάζομαι στ’ απλωμένα χέρια του καπετάνιου…
«Μεταφορά τραυματία» είναι ο τίτλος του χαρακτικού του Γ. Φαρσακίδη. Αν έχεις διαβάσει το βιβλίο ή το απόσπασμα, τότε δεν χρειάζεται να το παρατηρήσεις πολύ για να καταλάβεις ποιος είναι ο τραυματίας…
«Μεταφορά τραυματία» είναι ο τίτλος του χαρακτικού του Γ. Φαρσακίδη. Αν έχεις διαβάσει το βιβλίο ή το απόσπασμα, τότε δεν χρειάζεται να το παρατηρήσεις πολύ για να καταλάβεις ποιος είναι ο τραυματίας…

Ο καπετάνιος προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο:
― Άντε, πάλι τη γλίτωσες…
― Ρε σεις, το Ρουσάκι.
― Παιδιά, φέρτε επιδέσμους, ό,τι έχετε.
Τι να σου κάνουν πέντε-έξι επίδεσμοι; Μούλιασαν κι εξαφανίστηκαν σαν τσιγαρόχαρτα μέσα στην πλημμυρίδα από αίμα.
― Μια λουρίδα, φωνάζει ο καπετάνιος, να δέσω το μπράτσο, κι ένα χιτώνιο, σύντομα.
Με ένα εγγλέζικο μπουφάν μου τυλίγουν το χέρι προσέχοντας μην πέσει ο καρπός και το δένουνε μ’ ένα σκοινί.
Μόλις διαπίστωσα ότι έχω διαμπερές και στον δεξί μου καρπό. Ευτυχώς που κουνιούνται τα δάχτυλα. Να μπορώ να ζωγραφίζω αν τα καταφέρω και επιζήσω με τόση αιμορραγία.
Ξεθάρρεψαν μερικοί Γερμανοί, βγήκαν απ’ τα ορύγματα και μας ρίχνουν.
― Εσείς προχωρήστε, μας λέει ο καπετάνιος, θα σας καλύψω. Με συνοδεύουνε τρεις, βαδίζουμε γρήγορα να κερδίσουμε δρόμο. Τώρα που άρχισαν να κρυώνουν τα τραύματα, ο πόνος γίνεται όλο και πιο δυνατός και η λουρίδα στο μπράτσο θαρρείς και βγάζει φωτιές. Νιώθω, καθώς μου φεύγει το αίμα, να μ’ εγκαταλείπουνε οι δυνάμεις. Κάνω κουράγιο, όμως τα πόδια, σαν ξένα, αρνιούνται να υπακούσουν. Σωριάστηκα. Ζητάω νερό.
― Όχι, μου λένε, δεν κάνει.
Μου βρέχουν τα χείλη, το μέτωπο. Τα παιδιά με φορτώνονται για λίγα μέτρα ο καθένας, ανήμποροι και οι ίδιοι να σηκώσουν το βάρος. Κι ο σύνδεσμος μας βιάζει να προχωρήσουμε, μη μας κόψουν το δρόμο. Νιώθω άσχημα που είμαι εμπόδιο.
― Παιδιά, δεν ακούτε, τους λέω, αφήστε με. Έτσι κι αλλιώς για πολύ δε θ’ αντέξω.
«Μακρόνησος 1949: Με τον Βαγγέλη Παντελάκο, τον καπετάνιο της Υποδειγματικής Διμοιρίας μας, τον άνθρωπο που με κουβάλησε μέσα από τους πολυβολισμούς και μου έσωσε τη ζωή!»
Μακρόνησος 1949. Ο Γιώργος  Φαρσακίδης (δεξιά) «με τον Βαγγέλη Παντελάκο, τον καπετάνιο της Υποδειγματικής Διμοιρίας μας, τον άνθρωπο που με κουβάλησε μέσα από τους πολυβολισμούς και μου έσωσε τη ζωή!»…

― Άσε να έρθει ο καπετάνιος, μου απαντούν βλέποντάς τον να έρχεται.
― Καπετάν Βαγγέλη, του λέω, δε θέλω να πέσω στα χέρια τους ζωντανός κι όπως είμαι δε θα το μπορέσω μονάχος μου!
Ο καπετάνιος συννέφιασε και τον ακούω να λέει κοιτώντας τους άλλους ότι ο λαϊκός μας στρατός δεν εγκαταλείπει συντρόφους.
― Σωστά το λες, καπετάνιε, θα μείνουμε όλοι, όλοι μαζί σου, του απαντούν.
― Καπετάν Βαγγέλη, επιμένω, έχεις καθήκον να γνοιαστείς να γλιτώσουν οι άλλοι. Κι αν δεν το μπορείτε αφήστε μου μια χειροβομβίδα και φύγετε, θα μπορέσω να τραβήξω τον κρίκο.
Ο καπετάνιος έχει αγριέψει και βάζει φωνή.
― Βούλωσέ το επιτέλους γαμώτο, που θα μου πεις για καθήκον.
Και τον κοιτάω που βγάζει εξάρτυση και χιτώνιο.
― Παιδιά, πιάστε τον. Όλοι μαζί.
Μ’ απιθώνουνε μπρούμυτα στις πλάτες του καπετάνιου. Το έχω βουλώσει. Άλλωστε και τι θα μπορούσες να πεις όταν σου χαρίζουν έστω και μια αβέβαιη ελπίδα να ζήσεις!
Μου έρχονται δάκρυα και θέλω να ξέρουνε όλοι τους πόσο μα πόσο τους αγαπώ.
(Παρουσίαση του βιβλίου μπορείτε να δείτε εδώ).

Πέμπτη 17 Μάρτη 2016.
 http://atexnos.gr/g-farsakidis-na-mporo-na-zografizo-an-ta-katafero-kai-epiziso/