Οι επέτειοι καθιερώνονται για να θυμίζουν γεγονότα και πρόσωπα. Εδώ
και περισσότερο από έναν αιώνα η δεύτερη Κυριακή του Μάη έχει καθιερωθεί
ως η «Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας». Μια μέρα υποτίθεται γιορτινή που οι
μάνες όλου του κόσμου έχουν την τιμητική τους. Όμως, όπως συμβαίνει και
με πολλές ακόμα «παγκόσμιες ημέρες», τέτοιες επέτειοι, ξέχωρα απ’ τ’
αληθινά και ανόθευτα αισθήματα των ανθρώπων, έχουν καθαρά διακοσμητικό
χαρακτήρα.
Η οφειλόμενη προσοχή και τιμή μιας κοινωνίας στη μάνα που δίνει ζωή
και μεγαλώνει παιδιά, που δημιουργεί, που παράγει, που αγωνίζεται,
―πρέπει να― δίνεται πρώτ’ απ’ όλα με πολιτικές και μέτρα προστασίας και
ενίσχυσης της μητρότητας και του παιδιού. Όσο αυτό δεν θα συμβαίνει, η
«Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας» θα έχει μόνο συμβολική σημασία. Θα
λειτουργεί ως άλλοθι για μια πολιτεία που θέλει να δείχνει ότι νοιάζεται
αλλά στην ουσία δεν πολυσκοτίζεται για τη μάνα.
Για μας θα είναι μια αφορμή ν’ ανασκαλεύουμε τη μνήμη και να
θυμόμαστε κάποιες μάνες του λαού μας που, αν και ποτέ δεν τις γνωρίσαμε,
μας συγκινούν και μας εμπνέουν με το μεγαλείο και τη δύναμη της ψυχής
τους και γι’ αυτό τις ευγνωμονούμε.
Στη χώρα μας και στην ανθρωπότητα ολόκληρη αμέτρητοι αφανείς και
επιφανείς ήρωες πρόσφεραν τη ζωή τους για να κυλήσει ο τροχός της
εξέλιξης, για ν’ ανέβει ψηλά στις κοινωνίες ο ήλιος της ισότητας και της
δικαιοσύνης και «ν’ ανθρωπέψει ο άνθρωπος». Αμέτρητες ήταν (και είναι)
οι μάνες που έκλαψαν και πόνεσαν για τα παιδιά τους, αμέτρητες οι μάνες
που βάδισαν στους ίδιους δρόμους του αγώνα με αυτά και πολλές αυτές που
γέννησαν τους βλαστούς τους στις φυλακές και στα ξερονήσια της εξορίας.
Σήμερα, που όλα μετριούνται με «δείκτες», που υπολογίζονται και
προϋπολογίζονται με θαυμαστή ταχύτητα κόστη, κέρδη και οικονομικές
ζημιές και η ανθρώπινη ζωή γίνεται, ολοφάνερα και πιο επιθετικά,
αναλώσιμη ύλη στους σχεδιασμούς των ισχυρών του πλούτου, ο ανθρώπινος
πολιτισμός μόνο περήφανος δεν μπορεί να «νιώθει» για τη θέση της μάνας.
Πίσω από τη βιτρίνα της «Παγκόσμιας Ημέρας» βρίσκεται η βαρβαρότητα του
πολέμου και του θανάτου από πείνα, της αναγκαστικής προσφυγιάς, της
επιβαλλόμενης φτώχειας, της ανεργίας, της όλο και πιο δύσκολης επιβίωσης
για τους πολλούς· βρίσκονται τα αμύθητα κέρδη των λίγων και η
προκλητική στη χλιδή ζωή τους.
Εκεί κάπου, όμως, βρίσκεται και ο δρόμος της αντίστασης, της οργάνωσης του αγώνα και της ανατροπής αυτής της κατάστασης…
Ο μικρός αυτός πρόλογος θα κλείσει με λίγα στοιχεία που θα
προσπαθήσουν να βάλουν τον αναγνώστη στο κλίμα των στιγμών που
περιγράφει παρακάτω ο Θέμος Κορνάρος. Είναι 9 του Μάη 1936, στη
Θεσσαλονίκη. Οι εργάτες ξεσηκώθηκαν και απεργούν για ψωμί και
δικαιώματα. Ο στρατός ματοκυλάει τη διαδήλωση. Οι νεκροί γεμίζουν τους
δρόμους. Πολλές μανάδες αγωνιούν για τα παιδιά τους. Η τυφλή μάνα του
δολοφονημένου 25χρονου σιδερά Μήτσου Αγλαμίδη αναζητά το γιο της. Είναι
μια απ’ τις χιλιάδες φτωχές κι αγράμματες γυναίκες-μάνες του λαού, που
δεν έκανε κάτι «σημαντικό» στη ζωή της για να της δώσει κανείς σημασία
και που αν δεν την έπιανε η πένα του Κορνάρου, θα πέθαινε στην ανωνυμία
και κανείς σήμερα δεν θα τη θυμόταν.
Λίγο πιο κει μια άλλη μάνα δέρνεται και χτυπιέται μπροστά στο
δολοφονημένο απ’ τις σφαίρες παιδί της, που κείτεται πάνω σε μια
βγαλμένη πόρτα, στη μέση του δρόμου. Είναι η τραγική μάνα του Τάσου
Τούση, που απαθανάτισε ο φακός στην εμβληματική φωτογραφία που έμεινε
στην ιστορία.
Από το βιβλίο του Θέμου Κορνάρου «Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι
αγώνες του λαού)», εκδόσεις Χρόνος, Αθήνα 1981, που ξανακυκλοφόρησε
πρόσφατα από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή (δείτε στην Κατιούσα εδώ), μετά από πολλά χρόνια που ήταν δυσεύρετο, είναι το κείμενο που ακολουθεί.
ΥΓ. Καλώς ανταμώσαμε, εδώ, στην Κατιούσα μας. Με κάποιους για πρώτη
φορά. Με πολλούς γνωριζόμαστε από παλιά. Καλώς να συμπορευτούμε.
Η ώρα της μάνας
Ο Αγλαμίδης αφήκε τη μάνα του και δυο αδερφές. Η μάνα του είναι τυφλή, εβδομήντα πέντε χρονώ. Κάθονται στην απάνω πόλη, στην πλατεία της Τερψιθέας κοντά.
Εκεί απάνω για ν’ ανέβεις πρέπει να ’ναι μέρα μεσημέρι και να ξέρεις λιγάκι να μη χαθείς στα στενοσόκακα, στ’ αδιέξοδα και στις μάντρες.
Οι δρόμοι είναι γεμάτοι λάσπες και νερά πού τρέχουνε. Τη νύχτα είναι πολύ δύσκολη υπόθεση για να μετακινηθείς.
Το Σάββατο το πρωί δεν άντεχε πια η καημένη η γριά. Το παιδί της είχε να το δει δυο μέρες. Οι κόρες της προσπαθούσανε να την πείσουνε πως ο Μήτσος πήγαινε στα Βοδενά για μια δουλειά του μαγαζιού που εργαζότανε. Και για τούς πυροβολισμούς και τις καμπάνες, της λέγανε πως είχε έρθει ο βασιλιάς.
Στην αρχή τα πίστεψε. Μα έπειτα συλλογίστηκε πως ο γιος της δεν είχε πολλές πολλές σχέσεις με βασιλιάδες και υποδοχές. Μα δεν είπε τίποτε.
Έσφιξε την καρδιά της, κατάπιε τη φωνή και παραφύλαγε. Κρυφάκουγε πότε θα ξαναβγούνε όξω τα κορίτσια. Μόλις έμεινε μόνη, σηκώθηκε. Έψαξε λίγο για να βρει τα παπούτσια της, μα σαν είδε κι απόδε πως δε θα τα κατάφερνε και θα την προλαβαίνανε, ξεπόρτισε έτσι.
Πριν να χάσει το φως της, ανεβοκατέβαινε σ’ αυτό τον έρημο το γκρεμό δύο τρεις φορές την ημέρα.
Θυμότανε τη μικρή πλατεία με τα δύο τρία καφενεία. Και ψάχνοντας, κρατώντας τοίχο τοίχο, προχωρούσε. Απ’ όσο έπαιρνε τ’ αφτί της, από τις φωνές και τις κουβέντες που φτάνανε, κατάλαβε πως δεν είχε άδικο να μην πιστέψει τα παιδιά της.
Αλάφιασε. Το κεφάλι της ντιντίκιζε και τα πόδια της τρέμανε.
―Μωρέ εδώ γίνεται μακελειό! Μακελειό, γιέ μου! Κόντεψε να πέσει. Μα βρήκε κουράγιο και προχώρησε.
Όπου άκουγε κουβέντα, προς τα κει προσπαθούσε να πάει ψάχνοντας, με τα χέρια απλωμένα μπροστά.
―Μην είδατε το παιδί μου; ρωτούσε.
Και πολλές φορές ξεχνούσε να κατεβάσει τα χέρια από την οριζόντια στάση που είχανε την ώρα που περπατούσε. Άλλοτε πάλι δεν είχε καλά κανονίσει την απόσταση και στεκότανε λοξά, με μισογυρισμένη την πλάτη προς τους άγνωστους που ρωτούσε:
―Μην είδε κανένας τον Μήτσο μου;
Έτσι ρωτούσε το κενό!
Ο ένας της έλεγε τούτο, ο άλλος εκείνο.
Σ’ ένα καφενείο που μπήκε, τη γνώρισε κάποιος.
―Κακομοίρα η γριά Αγλαμίδαινα, είπε.
―Μην είν’ ο Μήτσος μου από δω;
―Όχι, κυρ’ Αγλαμίδαινα, μα το πρωί πρωί τον είχα δει στην Αγιά Σοφιά.
Πήρε η καρδιά της αέρα.
―Ε, σαν ήτανε γερό ακόμη το πρωί το παιδί μου…
Πού πήγαινε; Ούτε που το σκέφθηκε τέτοιο πράμα. Κατηφόριζε προς την πόλη ψάχνοντας. Άκουγε τις τουφεκιές, τα γρήγορα κακαρίσματα τ’ οπλοπολυβόλου και τα ουρλιαχτά και τις κραυγές του κόσμου. Και σε κάθε τέτοιο άκουσμα στεκότανε και ξεφώνιζε: Παιδί μου! Νόμιζε πως εκείνη τη στιγμή το πνίγανε ή το τουφεκίζανε το παιδί της. Κι έτρεχε ξυπόλυτη, στραβή, κλαίοντας, προς τα κει που γινότανε η περισσότερη φασαρία. Καλύτερα ήτανε στους δρόμους παρά μέσα στο σκοτεινό σπίτι, να κάθεται να περιμένει σαν το κούτσουρο.
Γλίστρησε σε μια κακοτοπιά κι έπεσε. Έπεσε μέσα σε λάσπες και νερά. Πολέμησε και ξαναστάθηκε ορθή. Μισή ώρα και παραπάνω αγωνιζότανε. Και μόλις στηλώθηκε στα πόδια της, ξαναγλιστρά και ξανακυλιέται χάμω. Χτύπησε λιγάκι στο γόνατο και στον αγκώνα. Τότε την πήρε το παράπονο. Δεν έβλεπε, μα φανταζότανε την κατάστασή της.
―Παιδί μου, Μήτσο μου, και να μ’ έβλεπες! Παιδάκι μου, που δεν ήθελες να στενοχωριούμαι για να ξαναδώ το φως μου.
Έπειτα βρήκε πως όλα τα λόγια δε λέγανε όσα έλεγε μια λέξη μονάχα: π α ι δ ί μ ο υ! Και χτυπούσε το κεφάλι της, κοπανούσε τα γόνατα και έδερνε το στήθος της με τις δυο γροθιές της και μοιρολογούσε: Παιδί μου, παιδάκι μου! Παιδί μου!
Σούρθηκε μέσα στα νερά και τις λάσπες και ξανασηκώθηκε.
Πού βρισκότανε; Και το φως της να ’χε, δε θα το ’ξερε. Προχωρούσε όμως. Κάπου θα πήγαινε. Όλο και πιο πολύ νόμιζε πως σίμωνε το παιδί της. Σ’ ένα δρόμο, άκουσε πολλά βιαστικά πατήματα και ξελαχανιασμένες κουβέντες. Παραμέρισε.
―Κάνετε ζερβά…
Έτσι ξεχώρισε να λέει μια φωνή.
―Ο Μήτσος μου είναι! Μήτσο μου, παιδί μου. Εσύ είσαι!
Μα οι φωνές είχανε ξεμακρύνει. Μόνο τις βιαστικές πατημασιές άκουσε. Κι αμέσως άλλοι, το ίδιο βιαστικοί περάσανε από μπροστά της.
―Μην είδατε τον Μήτσο μου; ξαναρωτά.
Δεν πήρε απάντηση…
Κι άλλη παρέα ξωπίσω! Κι άλλη, κι άλλη.
―Μην είδες τους χωροφυλάκους, γιαγιά, κατά πού κάνανε;
―Στραβή ’μαι, γιόκα μου! Μην είδατε τον Μήτσο μου;
―Όχι, γιαγιά… Α! πώς το λένε το παράνομό του.
―Αγλαμίδης, παιδάκι μου. Μήτσος Αγλαμίδης…
―Ναι, γιαγιά. Στην Αγιά Ειρήνη είναι. Μάς κυνηγούνε, γιαγιά. Δεν μπορώ να σε πάω. Αυτά της φώναζε ο άγνωστος άνθρωπος κι έφευγε. Ξοπίσω τούς κυνηγούσανε άλλοι και πυροβολούσανε.
Άκουγε τις σφαίρες να χτυπούνε γύρω στους τοίχους, χάμω στις πέτρες του δρόμου, και κατάλαβε πως έπεσε σ’ άσχημο μέρος. Μα δε φοβήθηκε.
―Κάλιο να ξεμπερδέψω, παρά να ζήσω για το κακό μαντάτο.
Σε λιγάκι, μπήκε μέσα σε κόσμο που φώναζε άγρια, έβριζε και πυροβολούσε.
Μια πέτρα τη βρήκε στο σαγόνι. Τρεις ώρες παράδερνε. Τη σπρώχνανε, την κλωτσούσανε, την τσαλαπατούσανε χάμω. Κι ύστερα κάποιος την τράβηξε στην άκρη. Την καθίσανε κάπου εκεί και την παρατήσανε.
Ησύχασε λίγο λίγο κείνος ο δρόμος, μα παρακάτω γινότανε σωστό μακελειό. Έτρεμε. Ολόκληρη είχε ξεκλειδώσει. Αιώνας της φάνηκε πως είχε περάσει από τη στιγμή που ξεπόρτισε από το σπίτι της.
―Που βρίσκομαι; Κι αν έχει γυρίσει το παιδί μου σπίτι;
……………………………………………………………………………………
«Μεσημέρι παιδάκι μου», συνεχίζει, «έφτασα εκεί πού ήτανε, λέει, ο γιος μου. Μια κοπέλα με πήγαινε. Κι έκλαιγε το καημένο μαζί μου όλο το δρόμο.
―Ποιόνε ζητάς! με ρωτάει ένας ζαφτιές.
―Το παιδί μου.
―Κοίταξε να δεις, μου λέει.
―Νοσοκομείο είναι, παιδί μου; ρωτώ την κοπέλα.
―Ναι, γιαγιά, μου λέει. Μα έκλαιγε γιατί είχε λέει και κείνη χαμένα τ’ αδέρφια της…
―Μήτσο μου! φωνάζω. Μα δε μ’ απηλογάται κανένας. Μόνο που κλαίνε και φωνάζουνε.
―Τι ρούχα φορούσε το παιδί σου; με ρωτούνε.
―Ριγωτό παντελόνι, τους λέω, και μπλάβο σακάκι.
―Να ’τονε, μου λένε και με πηγαίνουνε κοντά. Βαριά θα ’ναι χτυπημένο το καημενούλι μου και δε θα πρέπει να μιλεί, συλλογίστηκα.
Πασπατεύω, παιδί μου, και βρίσκω πλάκες. Κι απάνω στις πλάκες, είναι ξαπλωμένος κάποιος.
―Θα κρυώσει το παιδί μου, σκέφτομαι. Μα μόλις και τον άγγιξα το μπράτσο, κατάλαβα. Κόκαλο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρίσκω το προσωπάκι του. Ολόγρο! Κι ο λαιμός του είναι πασαλειμμένος και γλιστρά…
Κατάλαβα τότες! Αίματα του παιδιού μου ήτανε γεμάτα τα χέρια μου. Τα πιπίλισα, τα ρούφηξα. Τού παιδιού μου ήτανε… (κλαίει. Οι λυγμοί την πνίγουνε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
―Με τραβούνε να με πάρουνε. Ποιοι ήτανε; Γιατί με παίρνανε από το παιδάκι μου, δεν εκατάλαβα τίποτες, παιδί μου.
Έτσι τ’ αποχαιρέτησα το καμάρι μου (πάλι πνίγεται από τα κλάματα…). Γιατί λιγοθύμησα. Κι άμα ήρθα στα συγκαλά μου, μ’ είχανε φερμένη πίσω, σε τούτο το έρημο το σπιτικό…».
Έτσι διηγιέται μέσα σε λυγμούς η δύστυχη μάνα, για το στερνό αποχαιρετισμό που έκανε στο δολοφονημένο μοναχογιό της.
Κυριακή 14 Μάη 2017.