Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Δεν θ’ αφήσω το σκοτάδι να σκεπάσει τα χρώματα. Όχι άλλη σακατεμένη γενιά!


Ανοίγω το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες. Σκόρπιες εικόνες, στιγμές ανακατεμένες μέσα σ’ ένα κουτί που πάλιωσε κι αυτό. Πιάνω μερικές, τις κοιτάζω. Η μια πλευρά κιτρινισμένη απ’ το πέρασμα του χρόνου. Απ’ την μεριά της εικόνας το  άσπρο και το μαύρο. Δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια. Αφκιασίδωτη στέκει εκεί και με κοιτάζει κατάματα. Τη βλέπω στις ιδρωμένες μαντήλες στα χωράφια. Στα λασπωμένα χέρια, στα γιαπιά του μισεμού. Στις αρμαθιές τα φυσεκλίκια, στο βουνό. Στα κορμιά που ποζάρουν αγκαλιασμένα στην  εξορία.
Σακατεμένη γενιά. Πρόσωπα σκαμμένα, μαυρισμένα, γεμάτα κούραση και πόνο. Ματιές καθαρές, αισιόδοξες, ταξιδιάρες. Ματιές που βλέπουν στο μέλλον με τα πολλά χρώματα…

Ανακατεύω τις παλιές φωτογραφίες. Παίρνω στα χέρια μου λίγες ακόμα. Γροθιές σφιγμένες στη διαδήλωση.
«Ναι, απ’ την απεργία των οικοδόμων το ’67, ο … με το τσιγάρο στο στόμα, τον θυμάσαι;»
Κι αυτή;
«Απ’ την πορεία ειρήνης στο Μαραθώνα. Κοίτα τη μάνα σου. Πόσο όμορφη! Είχε τα μαλλιά της μακριά τότε».
Κι εδώ;
«Τραγουδούσαμε σ’ αυτή, στο Πολυτεχνείο, τρεις μέρες πριν…»
Αυτή;
«Εκδρομή στο Λουτράκι με το σωματείο. Να κι εσύ… κοίτα… η αδελφή σου,  μωρό στο καρότσι…»

Άρχισα ν’ αγγίζω τις πρώτες έγχρωμες.  Χρώματα θαμπά, μεγάλοι γιακάδες, φαβορίτες  και παντελόνια καμπάνα. Μες στη θαμπάδα ξεχώριζαν πάντα τα μάτια που ταξίδευαν. Στο μέλλον με τα λαμπερά χρώματα…

Δεν ξανάνοιξα το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες. Η ζωή κύλησε. Τα χρώματα, θαμπά, δεν έλαμψαν ποτέ αληθινά. Το άσπρο-μαύρο έμεινε πίσω. Τυπωμένο στα κιτρινισμένα χαρτιά των παλιών φωτογραφιών.

Και να που πάλι σκοτεινιάζει. Σαν κάποιος να τραβά σιγά σιγά μια βαριά κουρτίνα και να κρύβει τον ήλιο. Τα χρώματα τριγύρω να χάνονται. Καταχνιά μέσα μου. Επιστρέφει  το γκρίζο στις εικόνες μου, απλώνεται παντού, σκέπασε την καρδιά μου. Αν  γίνει μαύρο, θα χαθώ...

Τι κάνω; Θα μείνω με τα χέρια κατεβασμένα; Θα περιμένω το σκοτάδι να με αφανίσει;

Αυτές οι ματιές, στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δεν μ’ αφήνουν.
Καρφώνουν τα μάτια, καρφώνουν τη σκέψη, καρφώνουν την καρδιά μου. Βγάζουν ήχους, γίνονται φωνές και με κυκλώνουν.
Έρχονται  απ’ τα πετρογέφυρα της Ηπείρου, απ’ τα σφυριά των πελεκάνων μαστόρων, μου λένε «ΟΧΙ!».
Απ’ τις άπαρτες πλαγιές των Μαυροσκούφηδων φτάνουν  αντάρτικα τραγούδια, μου λένε «ΟΧΙ!».
Το κροτάλισμα των πολυβόλων στην Καισαριανή, φτάνει ως εδώ, «ΟΧΙ!».
Οι φωνές των πεινασμένων εξόριστων του Αη Στράτη μου λένε «ΟΧΙ!». 
Ο ήχος απ’ τα μαστίγια των βασανιστών της Μακρονήσου, σκίζει τη θάλασσα, μου λέει «ΟΧΙ!».
Φωνές βγαίνουν απ’ το αίμα που τρέχει στις χαράδρες και τις ρεματιές και  μου λένε «ΟΧΙ!». 
Συνθήματα από χιλιάδες στόματα: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ!», «ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!», «Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΡΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!», «ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ!»

Έχω χρέος απέναντι στον εαυτό μου, απέναντι σ’ όλα αυτά τα χρόνια σκληρής δουλειάς, να σταθώ όρθιος.
Έχω χρέος απέναντι στο φιλότιμο και  την αξιοπρέπειά μου να μη λυγίσω. Έχω χρέος απέναντι στα παιδιά μου, στους δικούς μου ανθρώπους, να τους στηρίξω, να μην το βάλω κάτω.
Έχω χρέος απέναντι στους φίλους, τους συναδέλφους, τους παλιούς συντρόφους, τους νέους συναγωνιστές μου, να παλέψουμε μαζί.
Έχω χρέος απέναντι σ’ όλους όσους με περιμένουν στο δρόμο για τη διαδήλωση, να ενώσω τα χέρια μου γροθιές, μαζί τους.
Έχω χρέος απέναντι στην τάξη μου, να φανώ αντάξιος της ιστορίας της.

Σηκώνω το μέτωπο ψηλά, σφίγγω στα χέρια μου το λάβαρο του αγώνα και συναντιέμαι στο δρόμο μαζί μ’ όσους δεν καταδέχονται να πάρουν τη ζωή τους λάθος.
Ορθώνουμε τα στήθη απέναντι στους εκμεταλλευτές μας.
Γινόμαστε ένα μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο απ’ την οργή των ανθρώπων που αγωνίζονται να παραμείνουν Άνθρωποι.
Ένα ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Παρασέρνει στο διάβα του κάθε τσιράκι των καταπιεστών, μαζί και τους ίδιους.
Δεν τους αφήνουμε να βάλουν το λουκέτο στις αλυσίδες μας. Τις σπάμε ΤΩΡΑ! Δεν σταματάμε αν δεν πάρουμε πίσω όσα μας ανήκουν!

Δεν θ’ αφήσω το σκοτάδι να σκεπάσει τα χρώματα.
Δεν θα επιτρέψω άλλη σακατεμένη γενιά!
Έχω χρέος απέναντι στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες…
…στα μάτια που ταξίδευαν στο μέλλον με τα λαμπερά χρώματα.

Σακατεμένη μου γενιά

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Ερμηνεύει: Σωτηρία Μπέλλου

Στα κάτασπρα τα μάρμαρα
απ' τ' άδικο εστέγνωνα
τα ματωμένα ρούχα μου
όπως τον Αγαμέμνονα.

Σακατεμένη μου γενιά
η κοινωνία μας κρατά
ενέχυρο αμανάτι
πότε η επανάσταση
πότε του κόσμου η απονιά
μας σβήσαν απ’ το χάρτη.

Στου κόσμου τα στρατόπεδα
πήγα μαζί με το λαό
μου πήραν ό,τι αγάπησα
όπως και στο Μενέλαο.

[ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2012]