Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Για κάποιους... πάντα θα φταίει το ΚΚΕ... (Οι εντυπώσεις μου από τη χτεσινή διαδήλωση και μια απάντηση)


Κυριακή απόγευμα. Ένα τραγούδι μου ‘ρχεται στα χείλη, συνέχεια από το πρωί. Ξεκινάμε οικογενειακώς με το αυτοκίνητο. Φτάνουμε στο σταθμό του μετρό «Δουκίσσης Πλακεντίας». Μπαίνω στο πάρκινγκ. Συνωστισμός. Κυριολεκτικά μόλις που χωρούσε να ελιχθεί το αυτοκίνητο για να βγούμε ξανά στο δρόμο. Το πρώτο σχόλιο δεν άργησε: «πολλά τα αυτοκίνητα, πολύς ο κόσμος».
Πηγαίνουν όλοι προς τη διαδήλωση; Βρίσκω θέση μακριά από το σταθμό, σ’ ένα στενό. Μπροστά μου παρκάρει ένα ακόμα αυτοκίνητο. Μια οικογένεια βγαίνει. Τους ρωτάμε αν πηγαίνουν στη διαδήλωση. «Εμείς πηγαίνουμε στο ΠΑΜΕ», μας απαντούν. «Ωραία, κι εμείς εκεί πηγαίνουμε».

Μπαίνουμε στο βαγόνι του μετρό. Ο κόσμος πολύς κι εδώ. Συζητήσεις για τα μέτρα και για την ψηφοφορία στη Βουλή. Αισιόδοξα λόγια, χαρούμενα πρόσωπα, κινήσεις στα σώματα που φανέρωναν αγωνία και μια αισιόδοξη ανυπομονησία. Η μικρή κόρη δεν άργησε –ως συνήθως- τις ερωτήσεις:  «μπαμπά γιατί πηγαίνουμε στη συγκέντρωση;» Είχαμε συζητήσει λίγο στο αυτοκίνητο, είπαμε κι άλλα στη διαδρομή με το μετρό. Της έκανε εντύπωση που τόσο πολύς κόσμος πήγαινε «εκεί που πηγαίνουμε κι εμείς».

Η γνωστή τακτική της κυβέρνησης να κλείνει βασικούς σταθμούς του μετρό στις συγκεντρώσεις, εφαρμόστηκε γι’ άλλη μια φορά. Κατεβαίνουμε στο Μοναστηράκι. Η ώρα έχει περάσει από 5. Περιμένουμε για να πάρουμε τον Ηλεκτρικό για Ομόνοια. Στις αποβάθρες απίστευτος κόσμος. Στριμωχνόμαστε σ’ ένα βαγόνι. Δεν μπορείς ν’ αναπνεύσεις. Φτάνουμε. Η ομιλία κοντεύει να τελειώσει. Κόσμος απλώνεται παντού όπου φτάνουν τα μάτια μου. Καμία σχέση με το απόγευμα της Πέμπτης στο πεδίον του Άρεως, ή την Παρασκευή στην απεργία. Μου θύμισε τη συγκέντρωση του Οκτώβρη, τότε που «χάσαμε» το Μήτσο.

Κινούμαστε λίγο δύσκολα στην πλατεία. Ψάχνουμε για γνωστούς. Μόνο από τύχη θα βρίσκαμε κάποιον. Δεν είμαστε τυχεροί. Προς στιγμή υπάρχει  μεγάλη κινητικότητα. Τα πανό μετακινούνται για να πάρουν τις θέσεις τους και να ξεκινήσουμε. Χωνόμαστε μέσα στους άλλους διαδηλωτές. Όπως μάθαμε στη συνέχεια ήταν εκπαιδευτικοί. Βρισκόμαστε στην αρχή της Σταδίου. Από τα μεγάφωνα μια συναγωνίστρια μας καλεί να περιφρουρήσουμε την πορεία, τονίζει διαρκώς τη λέξη «συντεταγμένα». Δίπλα μας βρίσκονται άγνωστες (σε μας) συναγωνίστριες. Μας απλώνουν τα χέρια, φτιάχνουμε αλυσίδες. Τα παιδιά στο κέντρο. Στέκομαι στην αριστερή πλευρά του δρόμου, έξω-έξω.

Μπροστά μας και σε απόσταση περίπου 50-70 μέτρων, βρίσκεται το βαν του ΠΑΜΕ με τα μεγάφωνα να φωνάζουν συνθήματα. Η πόλη δονείται από τις φωνές του κόσμου που τα επαναλαμβάνει. Ο λαός βγήκε στο δρόμο για να μιλήσει απόψε. Φωνάζει για να ακουστεί. Προειδοποιεί με αυτή τη διαδήλωση. Στον παράλληλο δρόμο, την Πανεπιστημίου, άλλη μια πορεία διαδηλωτών του ΠΑΜΕ ανηφορίζει προς το Σύνταγμα. Οι λεωφόροι είναι μικρές για να χωρέσουν το μεγάλο ποτάμι του λαού.

Τα βήματα είναι πολύ μικρά και σύντομα σταματάμε. Μπροστά μου ακριβώς μια παρέα από ασπρομάλληδες συνταξιούχους, πέντε ή έξι άτομα, συζητούν μεγαλόφωνα για κατορθώματα από παλιούς αγώνες. Γελούν, αστειεύονται, κάνουν χειρονομίες, σαν μικρά παιδιά του δημοτικού. Το ηθικό μας ανεβαίνει κι άλλο παρακολουθώντας τους. Πιο δίπλα λίγο πιο μπροστά κι άλλη οικογένεια, πιο πίσω το ίδιο. Πολλά παιδιά, μικρά ή μεγαλύτερα, πιασμένα χέρι-χέρι με τους γονείς τους. Κάνουμε λίγα βήματα ακόμα. Πάλι στάση.

Στο πεζοδρόμιο δίπλα μου κατεβαίνει διαρκώς κόσμος με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Βλέπω πολλά κόκκινα μάτια δακρυσμένα. Πρόσωπα ασπρισμένα από το τζελ για τα δάκρυα. Όλοι φορούν ή έχουν κρεμάσει μάσκες στα πρόσωπά τους. Ρωτάμε δυο κορίτσια, μάλλον φοιτήτριες. «Δεν τους έκανε κανένας τίποτα.  Άρχισαν να μας ρίχνουν χωρίς κανένα λόγο. Είχαν στόχο να μη γίνει η συγκέντρωση. Δεν αντέξαμε άλλο». Δύσκολα ανέπνεαν. Σταματάμε άλλη μια παρέα, πέντε έξι παλληκάρια που κρατούσαν κι ένα χάρτινο μικρό πλακάτ με κάποια ζωγραφιά. Μας είπαν πάνω κάτω τα ίδια.

Μέχρι το Σάββατο βράδυ διάβαζα πως οι οδηγίες της ΕΛΑΣ ήταν να μη χρησιμοποιηθούν χημικά, παρά μόνο αν «ξεφύγει» η κατάσταση και γίνει επικίνδυνη. Για άλλη μια φορά το επίσημο κράτος δεν κράτησε το λόγο του. Ξαφνικά ακούγονται πίσω μας οι σειρήνες ενός ασθενοφόρου. Ανοίγουμε το  δρόμο για να περάσει. Ο συνοδηγός μας χαιρετά ευγενικά ευχαριστώντας μας για τη βοήθεια. Σταματά λίγο πιο μπροστά και παίρνει κάποιον συνάνθρωπό μας, δεν μπόρεσα να δω ποιον. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, δεν υπάρχουν χημικά εδώ, μάλλον κάποιος ηλικιωμένος που δεν άντεξε την ένταση.

Κάνουμε λίγα βήματα ακόμα. Έχουμε φτάσει στο ύψος της Σανταρόζα. Ο κόσμος που κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο προς την Ομόνοια είναι πλέον πολύς. Δεν πρόκειται μόνο για πιτσιρικάδες και νεαρούς. Ανάμεσά τους βρίσκονται πάρα πολλοί άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας και κάποιοι ασπρομάλληδες, άντρες και γυναίκες. Τα πρόσωπά τους άσπρα απ’ το τζελ, τα μάτια κατακόκκινα. Ρωτάω κάποιους, είναι εξοργισμένοι, δεν μπορούν ν’ αναπνεύσουν. Μου λένε ό,τι και οι προηγούμενοι. Δέχτηκαν απρόκλητα μια επίθεση από σύννεφα χημικών ουσιών. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία. Ο στόχος ήταν να μην φτάσει ο κόσμος, η μεγάλη μάζα του λαού, στο Σύνταγμα. Οι κάμερες που είχαν στηθεί από τα ΜΜΕ όλου του κόσμου, δεν έπρεπε να καταγράψουν την αντίθεση των εκατοντάδων χιλιάδων λαού σε όσα ετοιμαζόταν να περάσει η μαύρη συγκυβέρνηση.

Από τα μεγάφωνα του βαν του ΠΑΜΕ βγαίνει μια φωνή: «Συναγωνιστές, γυρίζουμε προς την Ομόνοια, πηγαίνουμε στην Πειραιώς, συντεταγμένα και περιφρουρημένα, δεν υποχωρούμε, φτάνουμε εκεί και παραμένουμε στις θέσεις μας». Κάνουμε μεταβολή. Τώρα έχω στο δεξί μου χέρι το πεζοδρόμιο της Σταδίου. Αρχίζουν να κατεβαίνουν δίπλα μας, περπατώντας βιαστικά, συναγωνιστές του ΠΑΜΕ, κρατώντας στα χέρια τους τα γνωστά μικρά σημαιάκια με το …δυσανάλογα μεγάλο κοντάρι. Κανείς δεν φοβάται. Οι αλυσίδες σφίγγουν περισσότερο. Φτάνουμε στην Ομόνοια. Η ώρα πέρασε και πρέπει να φύγουμε σιγά-σιγά. Η μεγάλη μου, δυσανασχετεί. Ο ενθουσιασμός της την κρατά στην πλατεία. Δεν μπορεί όμως να γίνει κάτι τέτοιο.

Κατεβαίνουμε στο υπόγειο για τον ηλεκτρικό. Έχουμε πολύ μακρύ δρόμο μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει, ο σταθμός γεμίζει διαρκώς. Πολλά πρόσωπα στο γνωστό μοτίβο: άσπρο πρόσωπο-κόκκινα μάτια. Μετά από μια στάση, παίρνουμε από το Μοναστηράκι το μετρό της επιστροφής. Απέναντί μου κάθονται πατέρας και γιος. Καλοντυμένοι. Ο γιος κοντά στα τριάντα. Τίποτα δεν θα πρόδιδε τη συμμετοχή τους στη διαδήλωση παρά μόνο τα άσπρα τους πρόσωπα και τα μάτια που ακόμα δάκρυζαν. Τους πιάνω αμέσως κουβέντα.

Είχαν ανέβει από την Ερμού στο Σύνταγμα, δεν ήταν με το ΠΑΜΕ. Μου είπαν ό,τι και όλοι οι άλλοι στο πεζοδρόμιο της Σταδίου. Μακελειό με τα χημικά. Με ρώτησαν και τους είπα πως είμαστε στη συγκέντρωση με το ΠΑΜΕ. Ευγενικά, είναι η αλήθεια, καταφέρθηκε ενάντια στο ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ «που δεν θέλουν κοινές συγκεντρώσεις» κλπ, παράλληλα όμως μου εκμυστηρεύτηκε και τις προσδοκίες του: «εμείς περιμέναμε απόψε εσάς να μπείτε μπροστά». Δεν έμαθα ποιους εννοούσε με το «εμείς», κατέβηκαν στο Χαλάνδρι.

Φτάνουμε στο σπίτι. Ανοίγω την τηλεόραση στο Σκάι. Νέα προβολή μιας παλιάς ταινίας: «Η Αθήνα καίγεται». Αυτό το έργο το έχω δει πολλές φορές. Ο ΓΑΠ βγαίνει στο γυαλί κι αρχίζει την ομιλία του, ενώ ταυτόχρονα εγώ αρχίζω να βγαίνω από τα ρούχα μου. Αλλάζω κανάλι. Το ίδιο σιχαμερό  πρόσωπο σε μια οθόνη που η μισή δείχνει αυτόν κι η άλλη μισή τη φωτιά στο «Αττικόν». Την κλείνω και ανοίγω τον υπολογιστή να μάθω τα νέα. Βλέπω τη φωτογραφία με τον Μαυρίκο που αγανακτισμένος πετά στο Βενιζέλο τον τόμο του μνημονίου. Μου άρεσε αυτή η κίνηση. Αν τον πετύχαινε κιόλας! Προσπαθώ να ηρεμήσω. Μπαίνω σε μια ανάρτηση του «γλόμπινγκ». Γιατί το έκανα αυτό; Χτυπάω ρυθμικά το πληκτρολόγιο. Κοντεύω να το σπάσω. Ο χυδαίος Βενιζέλος, ναι ο υπουργός των Οικονομικών, παραδίδει …μαθήματα δημοκρατίας στον Λαφαζάνη. Όσα ακούω κι όσα βλέπω μοιάζουν βγαλμένα από εφιάλτη. Λες και απευθύνεται σε κατοίκους της ζούγκλας του Αμαζονίου, όχι σε Έλληνες.  Λέω, δεν είναι δυνατόν, και τραβάω για την κουζίνα.

Επιστρέφω στον υπολογιστή. Στην ανάρτησή μου ήρθαν τα πρώτα σχόλια. «Φταίει το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ». Πάλι ρε παιδιά; Ανοίγω ξανά την τηλεόραση. Ένας ευγενικός, πράος, καλοσυνάτος κυριούλης, που λέγεται «πρωθυπουργός», με γλυκιά φωνή, γεμάτη συμπόνια για μένα, και κατανόηση, προσπαθεί με αγωνία να με πείσει πως ό,τι κάνει το κάνει για το καλό μου. Δεν πείθομαι, ο ανεγκέφαλος, πως οι βιαστές μου έχουν καλές προθέσεις. Τους βουλευτές πάντως τους «έπεισε». Τα μέτρα πέρασαν. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, οι επιστολές των αρχηγών των κομμάτων της συγκυβέρνησης, που διέγραφαν τους βουλευτές που δεν τα ψήφισαν, διαβάζονταν από τον πρόεδρο της Βουλής. Η δημοκρατία μας δεν έχει αδιέξοδα.

«Η Αθήνα καιγόταν» γι’ άλλη μια φορά. Οι κάμερες δεν χόρταιναν με καπνό και φωτιά. Έψαχναν για λίγο αίμα. Οι δημοσιογράφοι εξέφραζαν τη λύπη τους για την εικόνα που έδινε η χώρα μας στο εξωτερικό και ο Βενιζέλος μπορούσε πια να πάει ανακουφισμένος να χωθεί στα μεταξωτά  ζεστά παπλώματά του. Τα μέτρα ψηφίστηκαν «πριν ν’ ανοίξουν οι αγορές!» Οι βουλευτές στριμώχνονταν στο εντευκτήριο της Βουλής. Έπνιγαν τον «πόνο» τους για τη μοίρα που μου ξημέρωνε, με μεγάλες γουλιές μαλτ σκωτσέζικο ουίσκι.

Το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ για άλλη μια φορά: «δεν ήταν εκεί όταν έπρεπε», «ήταν άφαντο», «έπαιζε το γύρω-γύρω όλοι στην Ομόνοια», «δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων», «ήταν όλο λόγια, αντί…». Το γνωστό παραμυθάκι. Έχω βαρεθεί να το ακούω πια. Αυτοί που μουντζώνουν τη Βουλή, αυτοί που στήνουν 300 κρεμάλες στην πλατεία, αυτοί που αναρωτιέμαι ποια είναι η συμμετοχή τους στους αγώνες του λαού όλα αυτά τα χρόνια, κατηγορούν για άλλη μια φορά το ΚΚΕ σαν συνυπεύθυνο. Είναι οι ίδιοι που κατηγορούν με μεγάλη ευκολία το ΠΑΜΕ όταν «κλείνει» το κέντρο που «αργοπεθαίνει» (λόγω των απεργιών!). Οι ίδιοι που βρίζουν τους ναυτεργάτες, αν χάσουν ένα ταξίδι τους στη Μύκονο λόγω απεργίας. Αυτοί που δεν ξέρω αν είναι καν γραμμένοι στο σωματείο τους, και φυσικά δεν ψήφισαν και ούτε πρόκειται ποτέ να ψηφίσουν το κόμμα που κατηγορούν πως δεν κάνει τίποτα για να τους σώσει! Αρρώστια αγιάτρευτη!

Βέβαια υπάρχουν και οι «άλλοι». Όσοι νομίζουν πως με λίγες  μολότωφ, δυο βαριοπούλες και μια σπασμένη βιτρίνα, θα …καταλάβουν το Μαξίμου. Όσοι δεν μπορούν καλά καλά να περιφρουρήσουν τις όποιες γραμμές τους, που γίνονται «θέσεις μάχης» για τη δράση των παρακρατικών μηχανισμών που αν δεν κάνω λάθος στηρίζουν την εξουσία. Δεν με αφορούν οι προθέσεις αυτής της κριτικής. Έχω αηδιάσει να ακούω τα ίδια από την εποχή που ήμουν μαθητής. Τότε τους έφταιγε από τη μια μεριά το  ΚΚΕ όταν δεν αντιδρούσε …«δυναμικά», και από την άλλη τα …ΚΝΑΤ!

Απαντώ λοιπόν σε όλους αυτούς. Κρατήστε την επαναστατικότητά σας σύντροφοι, θα είναι χρήσιμη κάποια στιγμή που ίσως να μην αργήσει. Μέχρι τότε συμμετέχετε στο σωματείο σας, στην επιτροπή της γειτονιάς σας, μπείτε πιο βαθιά στις διαδικασίες του κινήματος.  Κάνετε κριτική «από μέσα», παράλληλα με τη δράση σας. Κανένας πόλεμος, πόσο μάλλον ένας ταξικός σαν αυτόν που ήδη ξεκίνησε, δεν κερδίζετε από μια διαδήλωση, όσο μαζική, όσο μαχητική κι αν είναι. Μην παραμυθιάζεστε από πετροπόλεμους, μολότωφ και σπάσιμο βιτρινών. Δεν χτυπάτε το σύστημα έτσι. Όταν αυτά δεν είναι κατευθυνόμενα ή προβοκάτσιες (πως αλήθεια άναψαν ταυτόχρονα τόσες εστίες φωτιάς στην πόλη;) τότε, είναι χαλίκια στην ατσάλινη πανοπλία του συστήματος, που μόνο θόρυβο κάνουν όταν τη χτυπούν.

Ο αγώνας ως την τελική νίκη θα περάσει μέσα από πολλούς «δρόμους», δύσκολους και σκοτεινούς. Εμείς θα τους φωτίσουμε, με καθημερινή δουλειά σε όλα τα επίπεδα. Στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στα σχολειά και τα πανεπιστήμια. Και βέβαια και μέσα στη Βουλή. Κι εκεί δίνονται σκληρές μάχες  (για όσους μιλάνε  εύκολα για «αποχωρήσεις»). Το αίμα των συναγωνιστών μας είναι πολύτιμο.  Όταν θα ‘ρθει η ώρα που οι ρημάδες συνθήκες θα ωριμάσουν, τότε να είστε σίγουροι πως θα χρησιμοποιηθεί ο κατάλληλος …εξοπλισμός από τα πιο κατάλληλα χέρια,  αυτών που δεν θα μπορούν να τους σταματήσουν ούτε χημικές ουσίες, ούτε κουκούλες, ούτε πέτρες. Αφήστε λοιπόν τις φραστικές τουφεκιές  και, αν είστε διατεθειμένοι, βάλτε ένα χεράκι μπας κι έρθει εκείνη η ώρα… μια ώρα αρχύτερα.

[ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2012]