Δε θυμάμαι ποτέ να ήμουν χαρούμενος στις γιορτές. Στο δημοτικό σχολείο στολίζαμε την τάξη με χάρτινες πράσινες γιρλάντες σκεπασμένες με άσπρο βαμβάκι που δέναμε με λευκό σπάγγο κι ύστερα στερεώναμε με καρφιά στους τοίχους, από γωνία σε γωνία. Ζωγραφίζαμε και κάτι στρουμπουλά αγγελάκια σε χαρτόνι και τα κολλάγαμε στα τζάμια. Αν και συμμετείχα σ’ όλα αυτά, δεν το διασκέδαζα, το έβλεπα σαν κάτι που «έπρεπε» να γίνει. Όλη αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα στην πόλη με τους φωτισμένους δρόμους, τις στολισμένες βιτρίνες, τα πολλά φώτα και τα λευκά χαμόγελα δεν μου ταίριαζε. Αυτή η καταναγκαστική χαρά που έπρεπε ο καθένας να φορά στην εμφάνισή του, μου προκαλούσε μια απέχθεια, όπως κάθε τι που «έπρεπε».
Ήταν άραγε όλα αυτά τα γελαστά πρόσωπα ευτυχισμένα; Τι άλλαζε μέσα σε λίγες μέρες τόσο σημαντικό που να αλλάξει και τη διάθεσή τους; Γιατί το τέλος ενός χρόνου και η αρχή ενός άλλου, είναι ένα γεγονός που πρέπει να γιορτάζεται και μάλιστα φαντασμαγορικά; Δεν μπόρεσα ποτέ να πάρω απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Όσο κι αν άλλαξε η σχέση μου με την κοινωνία (δεν είμαι πια εκείνο το παιδί που ζωγράφιζε αγγελάκια) με την πάροδο τόσων χρόνων, όσο κι αν άλλαξε η οπτική γωνιά που βλέπω τη ζωή, δεν άλλαξαν ποτέ τα συναισθήματα που μου προκαλούσαν πάντα οι γιορτές.
Πολύ περισσότερο σήμερα με όλα αυτά τα προβλήματα που βιώνουμε οι περισσότεροι. Τη δουλειά σε δόσεις, τις πετσοκομμένες αποδοχές, την μόνιμη ανασφάλεια, την ανεργία και ένα σωρό παρενέργειες που όλα αυτά προκαλούν. Ένα εσωτερικό σφίξιμο, ένα μόνιμο κόμπο στο λαιμό, μια κατήφεια. Να μη μπορείς να χαρείς τίποτα. Να μη μπορείς να γευτείς τις μικρές ή μεγάλες χαρές της ζωής. Αυτές που πάντα θεωρούμε δεδομένες. Και όταν βλέπεις ανθρώπους να χαμογελούν, να αναρωτιέσαι αν είναι στα καλά τους και να ζηλεύεις.
Κανένας δε μπορεί να αμφισβητήσει πως αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι κάτι πρωτόγνωρο για τις νεότερες γενιές. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας, έζησαν σε εποχές πραγματικά δύσκολες. Έζησαν πόλεμο, κατοχή, πείνα, εμφύλιο, εξορία, φτώχεια, κατατρεγμό. Πάλεψαν για να χτίσουν τη ζωή τους και τα κατάφεραν σε μια κοινωνία που δεν τους αντάμειψε ποτέ για την προσφορά τους.
Έμειναν όρθιοι, αγωνίστηκαν, κονταροχτυπήθηκαν με το σύστημα, δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν μα, πέτυχαν σημαντικές νίκες, «διόρθωσαν» πολλά στραβά του, ανέβασαν το επίπεδο της ζωής τους κάμποσα σκαλιά ψηλότερα. Μας πρόσφεραν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, σε μια πιο ελεύθερη κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα. Δεν τα χάρισε κάποιος όλα αυτά. Κατακτήθηκαν με προσωπικές στερήσεις, αγώνες συλλογικούς, εργατικές διεκδικήσεις. Πολλές φορές, το αίμα των αγωνιστών έγινε θυσία στο βωμό του αγώνα.
Και φτάσαμε σήμερα, να ζούμε τέτοιες ανατροπές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που αν πέρυσι τέτοιον καιρό μας έλεγε κάποιος τι θα βιώνουμε ένα χρόνο μετά, δεν θα το πιστεύαμε. Δεν ακούς από πουθενά μια καλή είδηση. Μια αισιόδοξη κουβέντα. Σε συζητήσεις με φίλους, με γνωστούς, με γείτονες, συναντάς μια μαυρίλα. Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε κάποιον πολύ τυχερό αν εξακολουθεί ακόμα να κρατά τη δουλειά του. Ακούς από χείλη ανθρώπων που έφαγαν τη ζωή και τη δουλειά με το κουτάλι πως, δε βαριέσαι, θα περάσουμε και με 700 ευρώ. Και τι να πω άραγε, θα σκέφτεται, όταν ο διπλανός μου στην πολυκατοικία "περνάει" με 500;
Διαμορφώνεται σιγά-σιγά μια σιωπηλή αποδοχή της παρούσας κατάστασης σε όλο και περισσότερο κόσμο. Λες, εδώ γύρισαν τα πράγματα ανάποδα, τι κάνει αυτός ο λαός που υποφέρει; Γιατί δεν αντιδρά; Προχτές πέρασα από την τράπεζα για μια υπόθεση ρουτίνας. Καθόμουν σε κάποιο γραφείο δίπλα σε ένα ΑΤΜ που ήταν εγκατεστημένο κοντά στα ταμεία , για να βοηθά στην αποσυμφόρησή τους. Κάποιοι ηλικιωμένοι με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ στο χέρι, και με τη βοήθεια της «δικής μου» υπαλλήλου που σηκώθηκε να τους βοηθήσει, κατέθεταν χρήματα στο μηχάνημα. Παρατηρούσα την υπάλληλο που χειριζόταν επιδέξια το μηχάνημα, ρωτώντας τον καθένα αν θα πληρώσει ολόκληρο το λογαριασμό, και τους παππούδες να την αντιμετωπίζουν με ευγένεια.
Ο πρώτος παππούς πλήρωσε ολόκληρο το λογαριασμό (ρεύμα, τέλη και χαράτσι), ο δεύτερος το ίδιο. Ο τρίτος, στην ερώτηση της υπαλλήλου, απάντησε «μόνο το ρεύμα, το χαράτσι όχι». Κουνήθηκα από την καρέκλα με μια τάση να σηκωθώ και να του σφίξω το χέρι, να του πω πόσο μεγάλο και σπουδαίο είναι αυτό που κάνει, πως δίνει το παράδειγμα, αυτός, σε όλους εμάς τους νεότερους κλπ, όταν απόσωσε τη φράση του: «αυτό (το χαράτσι) μόλις έρθει η σύνταξη». Απογοήτευση. Όταν η υπάλληλος επέστρεψε στο γραφείο, τη ρώτησα αν ο κόσμος πληρώνει το χαράτσι κι αν είναι πολλοί αυτοί που αρνούνται. Η απάντησή της δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική.
Αυτές τις κατά τ’ άλλα γιορτινές μέρες, βομβαρδιζόμαστε από παντού με άσχημες ειδήσεις. Ανασκοπήσεις της μαύρης χρονιάς που πέρασε. Τηλεοράσεις, εφημερίδες, ραδιόφωνα, μπλογκς, μας προετοιμάζουν για τη νέα μαύρη χρονιά που ήρθε. Πόσο μαύρη θα είναι αυτή, λιγότερο, περισσότερο; Νέα πακέτα μέτρων, νέα φορο-καταιγίδα, νέα χαράτσια, νέοι άνεργοι, νέες περικοπές μισθών και συντάξεων, νέα φτώχεια. Όλα «νέα», πριν ακόμα προλάβουν να παλιώσουν τα άλλα. Στις ειδήσεις ανήγγειλαν το θάνατο ενός ακόμα άστεγου συνανθρώπου στο Βόλο, από το κρύο. Έφτασε τους τρεις ο αριθμός των νεκρών αστέγων τους τελευταίους μήνες, μόνο στο Βόλο. Τα συσσίτια δεν επαρκούν για να χορτάσουν τους πεινασμένους που γίνονται ολοένα και περισσότεροι. Η κατάσταση γίνεται χειρότερη μέρα με τη μέρα, και βέβαια δεν αντιμετωπίζεται με εξάρσεις -λόγω των ημερών- αυθεντικής ή πολιτικάντικης φιλανθρωπίας.
Το καπιταλιστικό σύστημα μέσα στο οποίο μεγαλώσαμε, σαν ένα πληγωμένο αγρίμι μας δείχνει απειλητικά τα δόντια του. Δεν έχει πια τίποτ’ άλλο να μας προσφέρει. Το ξέρει και το ίδιο αυτό, κι έτσι, γίνεται πιο επικίνδυνο, πιο αιμοβόρο, καθώς τελειώνουν τα ψωμιά του. Θα περίμενε κανείς ο άλλοτε περήφανος λαός αυτής της χώρας να έχει ξεσηκωθεί, να είναι στους δρόμους. Να σείεται ο τόπος από απεργίες και διαδηλώσεις, όλοι όσοι στενάζουν κάτω από τη βαριά μπότα της κυρίαρχης τάξης να εξεγείρονται. Δε συμβαίνει όμως αυτό. Στις όποιες απεργίες γίνονται, η συμμετοχή είναι μεν μεγαλύτερη από παλιά, όχι όμως η επιθυμητή. Κάποια θαρραλέα βήματα έγιναν τον περασμένο Οκτώβρη, μα υπήρξε ξεφούσκωμα, επανάπαυση.
Ο κόσμος δείχνει και είναι ακόμα μουδιασμένος. Το σοκ από τις εξελίξεις που εναλλάσσονται ραγδαία, μεγάλο. Ο φόβος από την τρομοκρατία που εξαπολύουν καθημερινά όλα σχεδόν τα ΜΜΕ φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων. Όλο και περισσότεροι κλείνονται στους εαυτούς τους, παραδομένοι στη μιζέρια της προσωπικής μοιρολατρίας. Τα ψυχοφάρμακα κάνουν θραύση ακόμα και σε νεότερες ηλικίες. Μια περίεργη αναμονή αφουγκράζεται κανείς. Δεν μπορεί, δεν γίνεται να κρατήσει για πολύ αυτή η κατάσταση.
Πέρασα από τον Ασπρόπυργο κάποια μέρα των γιορτών. Είχα να περάσω καιρό, πριν στολίσουν. Παρατηρούσα τα μάτια όλων αυτών των εργατών, που κρατούν πίσω τους πάνω από δυο μήνες την τσιμινιέρα παγωμένη. Κοιτούσα προσεκτικά τις αντιδράσεις τους όταν κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Πως υποδέχονταν όσους από μας φτάναμε στην πύλη. Με την ίδια ζεστασιά στο βλέμμα, την ίδια σφιχτή αγκαλιά. Ήμουν εκεί υποτίθεται για να τους συμπαρασταθώ, να τους εμψυχώσω, μα δεν το κατάφερα.
Οι συνάδελφοι χαλυβουργοί, με τη συμπεριφορά και με τα λόγια τους, αλλά περισσότερο με τη στάση τους μέχρι τώρα, εμψύχωναν όλους εμάς, τους …μουσαφιραίους. Σε ένα πηγαδάκι παράμερα, ένας φίλος απεργός επιχειρηματολογούσε για την αναγκαιότητα συσπείρωσης όλων των εργατών, όλων των εργαζομένων. Αλλά μαζί και με τους άνεργους, τους συνταξιούχους, τους νέους. Ένα μέτωπο όλου του λαού. Πόσο αναγκαίο έλεγε, είναι να σπάσει ο καθένας τα προσωπικά του δεσμά, ν’ ανταμώσει μ’ εμάς που ήδη το καταφέραμε.
Συζητήσαμε και για τις εξελίξεις σε χώρους δουλειάς που η αντίδραση έγινε αγώνας. Σε μια σειρά από εργοστάσια και βιοτεχνίες. Για τις απεργίες στο χώρο των ΜΜΕ, τους απλήρωτους του ALTER και της Ελευθεροτυπίας, για το νέκρωμα στα γιαπιά, αλλά και για τις στρατιές των ανέργων, τα χαράτσια. Καταλήγαμε όλοι στο ίδιο συμπέρασμα. Αυτοί που αγωνίζονται είναι λίγοι, δεν φτάνουν. Και δεν αρκεί να διαμαρτύρονται ή να απεργούν οι εργαζόμενοι ξεχωριστά, αποκομμένοι από τους άλλους συναδέλφους τους. Απέναντι στην λαίλαπα δεν μπορεί να σταθεί κανείς μόνος του, ούτε εργάτης ούτε κλάδος.
Άλλοι απεργούν ενάντια στις απολύσεις συναδέλφων τους ή ενάντια στο κλείσιμο του εργοστασίου τους, άλλοι διαμαρτύρονται γιατί είναι απλήρωτοι, άλλοι δέχονται εκβιασμούς από την εργοδοσία. Και βέβαια πολλοί εργαζόμενοι είναι ήδη απολυμένοι και απολαμβάνουν τα …προνόμια της κάρτας ανεργίας, ενώ άλλοι συνάδελφοί μας, τυχεροί αυτοί, κρατιούνται με νύχια και με δόντια στη δουλειά τους, με μειωμένες αποδοχές και ανοιχτή την όρεξη των αφεντικών για κόψιμο δικαιωμάτων. Ενώ λοιπόν όλοι είμαστε συνάδελφοι, όλοι είμαστε εργάτες, αντιμετωπίζουμε το αφόρητο παρόν και το αβέβαιο μέλλον μας, είτε ατομικά, περιχαρακωμένοι στα προσωπικά μας αδιέξοδα, βγάζοντας μια μίζερη και αφόρητη για την οικογένειά μας γκρίνια, είτε αντιδρώντας «εντός μικρής περιοχής», μαζί με τους συναδέλφους μας του ίδιου χώρου δουλειάς.
Αντίθετα με μας, το μέτωπο τραπεζιτών, βιομηχάνων, εφοπλιστών, όλων των πλουτοκρατών, είναι ενωμένο σαν μια γροθιά όταν πρόκειται να μας αντιμετωπίσει, παρ’ όλες τις εσωτερικές του αντιφάσεις και διαφορές. Έβαλαν τις ορντινάτζες τους (κόμματα «εξουσίας» και φασίστες) να συνασπιστούν για να μας καλουπώσουν ακόμα πιο γερά τη σκέψη, στην αδράνεια και το φόβο πως δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Κι από κοντά τα παπαγαλάκια τους στον πρόστυχο ρόλο τους, τρομοκράτησης του λαού.
Μήπως λοιπόν πρέπει κι εμείς να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους; Στο κάτω κάτω οι εργάτες δεν έχουμε ούτε καν μικροδιαφορές να μας χωρίζουν. Όλοι βιώνουμε την ίδια εκμετάλλευση από τον κεφαλαιοκράτη-αφεντικό, ανεξάρτητα αν αυτή μας αγγίζει πολύ ή περισσότερο. Ήρθε η ώρα να αντιδράσουμε. Να τα βρούμε επιτέλους πρώτα με τον εαυτό μας. Να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Ευθύνες απέναντι στη συνείδησή μας, στις οικογένειές μας, στα παιδιά μας. Σήμερα «παίζεται» η ίδια η επιβίωσή μας. Αυτοί που μας κυβερνούν δεν αστειεύονται. Κάποιοι φίλοι λένε πως μπόρα είναι θα περάσει, αρκεί να κάνουμε υπομονή.
Μπόρα δεν είναι, είναι τυφώνας, κι αν δεν οργανωθούμε θα μας σαρώσει. Να αντισταθούμε πριν μας τα πάρουν όλα, προτού μας βουλιάξουν στην πλήρη εξαθλίωση. Όσο στεκόμαστε ακόμα στα πόδια μας, πριν χάσουμε τη δύναμή μας από τον εξευτελισμό της υποδούλωσης. Κάθε εργάτης να τρέξει στο Σωματείο του, να οργανωθεί αν είναι εκτός, να συμμετέχει ενεργά αν είναι ήδη γραμμένος. Στα σωματεία μας να πούμε τη γνώμη μας, ν’ ακούσουμε, να σκεφτούμε, να πάρουμε αποφάσεις αγωνιστικές, να συμπαραταχθούμε με τις ταξικές δυνάμεις. Να πιέσουμε όπου δεν μας ακούν ή πλειοψηφούν συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Να τους ξεμπροστιάσουμε στους άλλους εργάτες.
Όλοι οι εργάτες, όλοι οι εργαζόμενοι να συμπαραταχθούμε σε ένα αγώνα κοινό, με ξεκάθαρο στόχο αρχικά το σταμάτημα της κατρακύλας. Την ανατροπή του μαύρου μετώπου που βρίσκεται στην εξουσία. Να μη μείνουμε όμως εκεί. Δεν αρκεί να πάρουμε τα δεδουλευμένα που μας χρωστάει ο εργοδότης, δεν θα αλλάξει η ζωή μας αγοράζοντας χρόνο. Κι αν εμείς τη βολέψουμε σήμερα κουτσά στραβά, κάποιοι άλλοι συνάδελφοί μας δεν θα τη βγάλουν καθαρή. Πρέπει να νιώσουμε επιτέλους πόσο μεγάλη δύναμη έχει η τάξη μας. Να εκφραστούμε μέσα από τη δύναμή μας αυτή.
Να σταθούμε δίπλα στους πρωτοπόρους χαλυβουργούς εργάτες που ήδη γράφουν ιστορία. Όλοι οι πυρήνες αγώνα και διεκδίκησης, όλες οι μικρές διασκορπισμένες φλόγες αντίστασης, σε εργοστάσια, βιοτεχνίες, χώρους δουλειάς, μέσα επικοινωνίας, υπηρεσίες, να γίνουν περισσότερες. Κάθε εργάτης και μια φλόγα. Ώσπου όλες να σμίξουν σε μια μεγάλη φωτιά, της συνολικής λαϊκής οργανωμένης αντίδρασης, που θα κάψει ό,τι πάει κόντρα στα συμφέροντά μας. Δικός μας είναι ο πλούτος που παράγουμε και μας ανήκει. Δεν συμβιβαζόμαστε με τίποτα λιγότερο!
[ΓΕΝΑΡΗΣ 2012]
[ΓΕΝΑΡΗΣ 2012]