(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας) |
«Εκ πρώτης όψεως δεν καταλαβαίνει κανείς εύκολα τι συμβαίνει με μερικά βιβλία. Τα βλέπεις τόσο γυάλινα, τόσο απλά και οικεία, που θεωρείς ότι κι εσύ θα μπορούσες να τα έχεις γράψει. [ ] …περισσότερο επιβεβαιώνουν σκέψεις σου, συναισθήματά σου, ακόμη και συμβάντα σου, παρά σου μαθαίνουν κάτι καινούργιο και εκπληκτικό. Τούτη ακριβώς η οικειότητα, [ ] η απίστευτη απλότητα και η αμεσότητά τους σε ωθούν να αναρωτιέσαι: Μα πώς είναι δυνατόν να έχουν τέτοια τεράστια επιτυχία στους αναγνώστες; Τι γίνεται; Θα μπορούσες να το είχες γράψει κι εσύ αυτό… [ ] Όμως τούτη ακριβώς η οικειότητα, η αίσθηση προσωπικής μοιρασιάς που σου προξενούν, είναι και η αξία τους.»
Αυτή την οικειότητα ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα» των εκδόσεων «Ψυχογιός» (Αθήνα, 2010). Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στη συγγραφέα Μάρω Βαμβουνάκη και αποτελούν απόσπασμα του βιβλίου. Στις μέρες των γιορτών συνηθίζουμε να ανταλλάσσουμε δώρα με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Έτσι, δέχτηκα αυτό το βιβλίο-δώρο από την Ελπίδα μου, με την προτροπή «μπαμπά να το διαβάσεις, είναι πολύ ενδιαφέρον».
Θέματα ψυχανάλυσης και ψυχολογίας γενικότερα, δεν μου κέντριζαν και εξακολουθούν να μη μου κεντρίζουν ιδιαίτερα την προσοχή, παρόλο που τις λίγες φορές που διάβασα κάτι σχετικό το βρήκα ενδιαφέρον. Το βιβλίο όμως της Βαμβουνάκη είναι συναρπαστικό. Ανακαλύπτεις από τις πρώτες σελίδες του, πτυχές του εαυτού σου. Άλλες ευδιάκριτες, κραυγαλέα φανερές, κι άλλες κρυμμένες πολύ βαθιά στην άβυσσο του εσωτερικού σου κόσμου. Θα αναρωτηθεί κάποιος, ωραία τις ανακάλυψες όσες δεν γνώριζες, τι ψάχνεις τώρα, τόσα προβλήματα μας απασχολούν, υπάρχει χρόνος για εσωτερικές αναζητήσεις;
Εδώ, ακριβώς σ’ αυτή τη λανθασμένη θέση, βρίσκεται η βάση πολλών από τα προσωπικά προβλήματα που σήμερα μας ταλανίζουν. Πότε βρήκαμε χρόνο να ασχοληθούμε πραγματικά με αυτά τα εσωτερικά στοιχεία που διαμορφώνουν το χαρακτήρα και κατ’ επέκταση την συμπεριφορά μας, προς τον κοινωνικό μας περίγυρο; Θεωρήσαμε ποτέ σημαντικό ν’ αναζητήσουμε την αφετηρία τόσων «κακών» που μας συμβαίνουν, σε αίτια διαφορετικά από αυτά που εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε, πιστεύοντας πως δεν μας αφορούν; Βασανίσαμε ποτέ τη σκέψη για να βρούμε απαντήσεις σε πιθανώς «προβληματικές» συμπεριφορές μας, που οι απέναντί μας τις εισπράττουν;
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα που γεννιούνται διαβάζοντας το βιβλίο της Βαμβουνάκη, μάλλον μας απογοητεύουν παρά μας ενθαρρύνουν στο κατά πόσο γνωρίζουμε τελικά τον εαυτό μας, και πόσο υπεύθυνα συμμέτοχο τον θεωρούμε σε όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Έχουμε μια ευκολία να φορτώνουμε σχεδόν πάντα τις ευθύνες για όσα δεινά μας συμβαίνουν, στους άλλους. Μια διαφωνία μεταξύ δυο γειτόνων για τη θέση του κάδου σκουπιδιών στο πεζοδρόμιο. Μια διένεξη μεταξύ επιβάτη κι οδηγού ενός ταξί, όταν ο πρώτος συλλαμβάνει το δεύτερο να του προσθέτει χιλιόμετρα στη διαδρομή. Η διαχρονικά άνιση αντιμετώπιση του εργαζόμενου από τον εργοδότη του. Για τόσα και τόσα μικρά και μεγάλα προβλήματα που μας αφορούν και, λίγο ή πολύ, όλοι είμαστε συμμέτοχοι στα περισσότερα απ’ αυτά, ποτέ δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη, παρά μόνο τη μεταθέτουμε αλλού και σχεδόν πάντα, έτσι γενικά κι αόριστα στην «πολιτεία» και στο κράτος. Λες και εμείς δεν είμαστε γρανάζια της ίδιας μηχανής.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας αυτό το βιβλίο. Να μπορούσα να το χαρίσω στους, διαδικτυακούς και μη, φίλους μου. Πληκτρολόγησα λίγα από τα πολλά αποσπάσματα που τα θεώρησα σημαντικά, όπως πολύ σημαντικά είναι και τα θέματα στα οποία αναφέρονται. Κομμάτια μιας χειμαρρώδους γραφής, ενδεικτικά της διαδρομής του βιβλίου.
Οι τίτλοι των θεμάτων, οι πρόλογοι και που και που κανένα σχόλιο, δικά μου.
Τα πάντα «ματαιότης»;
Για τη ματαιότητα ή μη, των πράξεών μας. Τη διαδρομή που διανύουμε χωρίς να φτάσουμε στον επιθυμητό προορισμό. Το ανικανοποίητο εγώ, όσων σκέφτονται και συμπεριφέρονται εκ του ασφαλούς. Έχει νόημα να κάνουμε βήματα όταν ξέρουμε πως η διαδρομή μας κάποτε θα τελειώσει; Είναι τελικά λάθος μας ό,τι τελειώνει «άδοξα», αφήνοντάς μας άσχημες αναμνήσεις; Θα έπρεπε αν μπορούσαμε να το αποφύγουμε; Από μια «αποτυχημένη» προσωπική σχέση, μέχρι την ανασφάλεια που μας γεμίζει η μελαγχολία του κυριακάτικου απογεύματος, ξέροντας πως την επόμενη μέρα ξεκινά μια νέα εβδομάδα. Να τι λέει η συγγραφέας:
«Από νωρίς, στη δική μου βιογραφία, κάτι μέσα μου δε δεχόταν εντελώς μια τέτοια γενικευμένη γνώμη. Ανακαλούσα κάποιες σχέσεις μου, που μπορεί μεν να τέλειωσαν, να μην είχαν το «καλό τέλος», όπως το εννοεί ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, τα απλοϊκά ρομάντζα και ο δικός μας προκατασκευασμένος συναισθηματισμός, αλλά που η σημασία τους στην ψυχική μου ζωή, στην πορεία μου, ήταν και συνεχίζει να είναι μέγιστη.
Ποτέ, ποτέ δε θα σκεφτώ: Καλύτερα να μην είχαν συμβεί ή ας πρόσεχα! Η ζωή μου, ο χαρακτήρας μου θα ήταν άδεια και φτωχά και πολύ πιο ανόητα, αν από δειλία τις είχα αποφύγει, προκειμένου να γλιτώσω από την πικρή λήξη τους. Άλλωστε τι τελειώνει από τα σημαντικά; Μόνο τα σημαντικά δεν τελειώνουν. Το «τέλος» ή το «συνεχίζεται» δεν έχουν να κάνουν με γεγονότα όσο με μνήμη, με διαρκή εσωτερική βίωση και αναβίωση δηλαδή. Με την επίδρασή τους στο μέλλον σου.
Είναι σαν να συλλογίζεται κάποιος: Καλύτερα να μην πάω ποτέ ταξίδι στο Παρίσι, γιατί έτσι κι αλλιώς σε μια εβδομάδα θα φύγω και θα ’ρθω πάλι πίσω. Ή: Καλύτερα να μη διαβάσω ποτέ το Έγκλημα και Τιμωρία, αφού μετά την τελευταία σελίδα του θα το κλείσω και θα έχει τελειώσει το βιβλίο. Μα μετά το Παρίσι, μετά το Έγκλημα και Τιμωρία, εσύ πια δε θα είσαι ποτέ ίδιος. Πόσο μάλλον ύστερα από μια αγάπη, ύστερα από έναν έρωτα μεγάλο, ύστερα από μια φιλία, μια συνάντηση με κάποιον που μετά πέθανε ή έφυγε μακριά και χαθήκατε, ύστερα από έναν πόνο χωρισμού φριχτό. Το έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, το θάνατο τον φοβούνται λιγότερο όσοι έζησαν ζωή γεμάτη.»
«Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια…»
Με τους φίλους μας χαθήκαμε. Ο τρόπος ζωής μας άλλαξε, μαζί και οι συνήθειές μας. Κλειστήκαμε περισσότερο στα σπίτια μας, πνιγμένοι από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, ακινητοποιημένοι από «πρέπει» και ανούσιες «διακριτικότητες». Δεν περνάμε ποτέ από το φίλο μας, έστω για ένα γεια, χωρίς να μιλήσουμε και να το συμφωνήσουμε πρώτα, για να μην «ενοχλήσουμε». Μαζί με τη ζωή, έγιναν πιο πολύπλοκες και οι σχέσεις μεταξύ μας. Αυτούς όμως που μας σημάδεψαν, αυτούς που πάντα θα έχουν κάτι να μας πουν, έστω και με τη σιωπή ή την απουσία τους, δεν τους ξεχνάμε. Δεν μπορούμε να τους ξεχάσουμε γιατί τους κουβαλάμε μέσα μας. Ακόμα κι αν περάσει καιρός πολύς για να τους δούμε, ακόμα όμως κι αν δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τους ξαναδούμε. Πόσο ωραία περιγράφει η συγγραφέας αυτήν ακριβώς την κατάσταση:
«Στην ουσία οι άνθρωποι που συναντήθηκαν αληθινά ποτέ δε χάνονται ακόμη κι αν δεν επικοινωνούν με ραντεβού, τηλεφωνήματα, γράμματα, λόγια και αγγίγματα. Η ασημένια κλωστή, που τους έδεσε κάποτε με αυθεντικά αισθήματα, μπορεί να μακραίνει, να τυλίγει όλη την υδρόγειο, να προχωρά και να πηγαίνει πέρα, στον ουρανό, στην άλλη, τη μετά το θάνατο ζωή, αλλά ποτέ δε θα λυθεί εκείνος ο μοιραίος κόμπος. Πάντα μας συνδέει, μας περιτυλίγει, πότε πότε τραβάει και μας ξυπνά από το λήθαργο της λησμονιάς, της ανίας, μας αποκαλύπτει την αληθινή μας έκταση, μας υπενθυμίζει τις προοπτικές μας. Μας θυμίζει ποιοι μπορέσαμε να είμαστε, έστω και λίγες ώρες, πού μπορούμε να φτάσουμε, έστω και λίγες στιγμές. Για να συμβεί τότε, μπορούμε! Για να συμβεί τότε, συμβαίνει!»
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο…»
Πολλοί άνθρωποι, το βράδυ πριν πέσουν για ύπνο, ανασύρουν στη σκέψη τους τις σκηνές της μέρας που πέρασε. Η συγγραφέας αναφέρεται στο απόσπασμα στην «ημέρα που πέρασε», εγώ θα το επέκτεινα στο σύνολο των ημερών που πέρασαν. Στην αναγκαιότητα μιας τακτικής, τουλάχιστον, «ανακεφαλαίωσης» των όσων βιώσαμε από ύπαρξής μας:
«Αξίζει κανείς να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει την ημέρα που πέρασε όταν πια έχει βραδιάσει. Ίσως και να μην υπάρχει μελέτη περισσότερο εποικοδομητική, που να οδηγεί σε ωριμότητα και σοφία: να μελετά την ημέρα που πέρασε! Για να βεβαιωθεί και εμπειρικά, μέσα από τα δικά του γεγονότα, μέσα στο σπίτι του [ ] …πως η απεραντοσύνη του χρόνου μετριέται κι αλλιώς, και πως τα κοινά περιστατικά ενός εικοσιτετραώρου μπορεί να μην είναι απλώς συμβάντα, αλλά θρύλοι.»
Είμαι ελεύθερος;
Τι σημαίνει να είσαι και να αισθάνεσαι πραγματικά ελεύθερος; Η πραγματική ελευθερία του νου και της καρδιάς, δεν βρίσκεται μέσα στη συσσώρευση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών. Άνθρωποι απλοί, ζώντας λιτά, απομονωμένοι σε περιοχές όπου ο «πολιτισμός» των ισχυρών δεν έχει ακόμα κατορθώσει να βάλει ολοκληρωτικά στο χέρι, ζουν με τρόπο τέτοιον που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν το νόημα της ζωής βρίσκεται κάπου καλά κρυμμένο, ή είναι μπροστά τα μάτια μας που επιμένουν να το αγνοούν. Κάποιοι μπορούν και κάνουν πράξη τα «θέλω», χωρίς να δίνουν σημασία στα «πρέπει»:
«…την ιστορία με τον Ανωγειανό Κρητικό, που ξεκίνησε από το ορεινό άγριο χωριό του να πάει στην πολιτεία, την οποία δεν είχε ξαναδεί. Δεν υπήρχαν λεωφορεία τότε, ούτε έβρισκε άλογο ή γάιδαρο. Ξεκίνησε να περπατά με τα στιβάνια του, όσο μακρύς και δύστροπος κι αν ήταν ο χωματένιος δρόμος, όσο κι αν έκαιγε ο ήλιος του κρητικού καλοκαιριού. Έπειτα από ωρών και ωρών δύσκολη πεζοπορία, ξενύχτησε ίσως μέσα σε κουφάλα αρχαίας ελιάς, κατέβηκε στα ριζά από τα ψηλά βουνά, μπήκε στο πολύβουο Ηράκλειο κι έφτασε επιτέλους κατάκοπος και κατασκονισμένος στη Χανιόπορτα, όπου ήθελε, προκειμένου να προχωρήσει προς την πρωτεύουσα. Κι όταν πια ήταν να περάσει την πύλη, σταματά λιγάκι και λέει μονάχος του, με το νου του: Ανωγειανός είμαι, κι άμα θέλω μπαίνω, άμα θέλω δεν μπαίνω! Στρέφει την πλάτη του και ξεκινά να περπατά και να γυρνά πίσω.»
Εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος: σχέση εξάρτησης
Με αφορμή μια σκληρή ιστορία ενδο-οικογενειακής βίας, η συγγραφέας αναλύει το φαινόμενο που παρατηρούμε σε πολλές περιπτώσεις ο βασανιζόμενος να προσκολλάται …βασανιστικά στον βασανιστή του. Ο εξουσιαζόμενος δείχνει να αποφεύγει τη λύτρωση από το δυνάστη εξουσιαστή του. Ή μήπως εκεί ακριβώς, κοντά σ’ αυτόν, την ανακαλύπτει;
«Φαίνεται να είναι ένα από τα μυστήρια για τις ψυχολογικές αναζητήσεις η εμμονή κάποιων βασανισμένων που, ενώ τους προσφέρεται έξοδος και φυγή από το βασανιστή τους, επιστρέφουν ξανά από μόνοι τους κοντά του. προτιμούν το ζόφο τους που τους ελκύει σαν μαγνήτης, όπως το πληγιασμένο ούλο τη γλώσσα. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη θελκτική δύναμη του παλιού τραύματος, για τον πιθανό μαζοχισμό που με τα χρόνια καλλιεργείται, για την εξουθενωτική εξουσία πάνω στον εξουσιαζόμενο, για τον πόθο εκδίκησης, για δεσμό μίσους, και άλλα διάφορα και σοβαρά. [ ] Κάτοικοι χωριών κάτω από ηφαίστεια, όταν έρχεται η έκρηξη και η φλεγόμενη λάβα χύνεται και καταστρέφει τα σπίτια τους, φεύγουν για λίγο καιρό μακρύτερα να σωθούν, αλλά μετά επιστρέφουν στον ίδιο τόπο να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους. Περιμένουν τη νέα έκρηξη, τη νέα λάβα, τη νέα καταστροφή, για να επιστρέψουν ξανά στο αέναο παιχνίδι της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας.»
Ο καθρέφτης της ψυχής
Εδώ η συγγραφέας θέτει τα (και) δικά μου ερωτήματα:
«Μα τι συμβαίνει με κάποιους ανθρώπους; [ ] Ενώ έχουν βαθιά μόρφωση, πτυχία, πλούσιο και σπουδαίο έργο επιστημονικό, καλλιτεχνικό, ακόμη και ανθρωπιστικό, πλούσια κοινωνική παρουσία, συμβουλεύουν τους άλλους τέλεια, στη δική τους προσωπική ζωή, στα δικά τους ζητήματα, δέρονται τρομερά ανόητα, ανώριμα, χειρότερα και από τον κάθε αγράμματο απομονωμένο στα βουνά βοσκό. [ ] Τι ερεθίζει ένα πρωτόγονο ον μέσα μας και επιτίθεται με μανία εναντίον εκείνων που έχει κοντά του, στο χέρι του; Πρόκειται για συναίσθημα πληγωμένο; Για μεταφορά εκδικητικότητας; [ ] Για ένστικτα;»
…και δίνει τις απαντήσεις:
«Ο άνθρωπος είναι καμωμένος από συγκρούσεις. Η αρμονία που αποτελεί προϋπόθεση αλλά και στόχο, η ωριμότητα, δύσκολα πετυχαίνονται στην πράξη. Αν τα αντίθετα στο σύμπαν –στο εξαίσιο πέρασμα της μέρας στη νύχτα, του χειμώνα στο καλοκαίρι, της βροχής στον ήλιο, της φουρτούνας στη νηνεμία-, όλα τα διαφορετικά συνταιριάζουν υπέροχες συμφωνίες, στις συμπεριφορές μας και στα συναισθήματά μας συνεχώς γρονθοκοπούνται. Ο πόλεμος με τον μισητό, μειονεκτικό εχθρό-εαυτό επιζητά αφορμές να μεταφέρει την οργή του, την πίκρα του, την απογοήτευση της αδυναμίας του έξω. Την αυτοτιμωρία που αισθάνεται πως διψά τη μετατρέπει σε τιμωρία κατά άλλου. Για άλλη μια φορά να ρίξει το φταίξιμο μακριά, σαν ασθένεια μολυσματική, σαν βρόμικο ρούχο, να γλιτώσει απ’ την αυτομομφή και τη φριχτή ενοχή. Και όσο πιο απλός και αγαθός είναι ο απέναντι, τόσο θα του θυμώνει, όπως θυμώνουμε με τον καθαρό καθρέφτη μας όταν τον κοιτάμε και μας στέλνει πίσω, ως είδωλο, ένα τέρας.
Υπάρχουν πλάσματα τόσο καθαρά που μας φτιάχνουν καθρέφτη, χωρίς να μιλούν, χωρίς να κάνουν τίποτα εξαιρετικό. Μόνο με το βλέμμα, με το χαμόγελο, τη λάμψη που έρχεται από μέσα τους. Κάποιοι αναζητούν να πλησιάσουν τέτοια πρόσωπα, να καθρεφτιστούν, και κάποιοι τρέχουν μακριά τους, συκοφαντώντας τα, μέσα στο μυαλό τους έστω, για δικαιολογία.»
Ένα τέτοιο καθαρό πλάσμα ήταν η γιαγιά Ρίνα. Κόντευε τα εκατό και όλες οι αισθήσεις της πάλλονταν από ζωή, μα περισσότερο τα μάτια της. Καθόταν δίπλα από το αναμμένο τζάκι, πάνω στην γυρτή πολυθρόνα της, με τα δάχτυλα των χεριών πλεγμένα γερά και τους αντίχειρες να στροβιλίζονται ο ένας γύρω από τον άλλον. Πιο πέρα είμαστε εμείς, μικροί, μεγάλοι, μωρά, γέλια, φασαρία, κλάματα, χαμός. Τα μάτια της μας συναντούσαν όλους, γαλήνια και λαμπερά. Συμμετείχε στα δικά μας με τον δικό της τρόπο.
Στα δύσκολα, η γιαγιά Ρίνα ήταν πάντα εκεί και με περίμενε να τη συναντήσω. Σήκωνε τα χέρια της κι έπλεκε τα λευκά μαλλιά της και απ’ το στόμα της έβγαινε όλη η σοφία της γης. Στον καθρέφτη των καθαρών λαμπερών ματιών της λαχταρούσα να καθρεφτίζω την ψυχή μου. Φεύγουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι από κοντά μας;
Μεγάλες καρδιές με μικρά φορτία
Χωρίς λόγια ή σχόλια:
«Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, γράφει στις Φωνές του ο Αντόνιο Πόρτσια, ο σοφός ποιητής από την Καλαβρία. Όμως τα «ελάχιστα» τούτα είναι μονάχα τα ουσιαστικά, τα θεϊκά δηλαδή. Αν δε διψούσε γι’ αυτά και μόνο γι’ αυτά μια καρδιά, δε θα ήταν μεγάλη καρδιά. ‘Και ποια είναι τούτα τα ελάχιστα’ θα ρωτήσει με ζωτικό ενδιαφέρον κάποιος. ‘Ποια είναι εκείνα που θα εξασφαλίσουν στην ταλαίπωρη καρδιά πληρότητα, ειρήνη, ισορροπία, ευδαιμονία και όσα εντέλει γυρεύει –το ξέρει δεν το ξέρει- ο άνθρωπος; Ξαναθυμόμαστε την απάντηση του Διογένη, όταν τον πλησίασε με θαυμασμό για τη φήμη του ο Μέγας Αλέξανδρος και τον προκάλεσε να του γυρέψει όποια χάρη επιθυμεί: ‘Κάνε λίγο πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο…’ Ο Σωκράτης, βαδίζοντας ανάμεσα στους πωλητές και στα απλωμένα εμπορεύματα, έλεγε γελαστά στους δικούς του: ‘Είμαι ο πιο πλούσιος από όλους σας, περπατώ στην αγορά και δεν έχω ανάγκη τίποτα να ψωνίσω!’
[ ] Με τέτοια ελευθερία από τα μάταια άγχη, τους ψυχαναγκαστικούς στόχους, πώς να μην αισθάνεται θαυμάσια κάποιος! Πώς να μην αγαπάει τη ζωή, τον εαυτό του και, ως εκ τούτου, τους πάντες! Αφού είναι πλάσμα τόσο χορτάτο, και είναι χορτάτο διότι είναι ευγνώμον, πλήρες, αφού ξέρει να κοιτά, να ακούει και να καταλαβαίνει. Έχει να δίνει δηλαδή, και δίνει από κίνηση φυσική για να μην τον πνίξουν οι δωρεές του.»
Τον τίτλο του βιβλίου «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα», δανείστηκε η Μάρω Βαμβουνάκη από τον Αντόνιο Πόρτσια και τις «Φωνές». Αντί επιλόγου, από το ίδιο βιβλίο (εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2004), αντιγράφω τη «φωνή αρ. 26» του ποιητή, χωρίς να σημαίνει κάτι: «Πιστεύω πως είναι τα κακά της ψυχής, η ψυχή. Γιατί η ψυχή που θεραπεύει τα κακά της, πεθαίνει.» Εκτός, κι αν σημαίνει…
[ΓΕΝΑΡΗΣ 2012]
[ΓΕΝΑΡΗΣ 2012]