Ο μπαρμπα Μήτσος. Για άλλους, ο κυρ Δημήτρης. Έφυγε με το κεφάλι ψηλά, μα μ’ ένα τέλος που δεν του ‘πρεπε. Σε κανέναν άνθρωπο. Κάποτε, κάπου μύρισε τη ζωή. Έκλαψε, γέλασε, μεγάλωσε –μπορεί και με στερήσεις, δεν έχει σημασία- ερωτεύτηκε, πόνεσε, υπηρέτησε την πατρίδα, αγάπησε, έκανε παιδιά, δούλεψε, κουράστηκε, πάλεψε, απόκαμε. Όπως έκανε ο πατέρας μου και ο δικός σου πατέρας, οι πατεράδες όλων μας…
Τι να ζητάει ένας άνθρωπος σ’ αυτήν την ηλικία… Για ποιο λόγο να πάλεψε τόσα χρόνια σ’ αυτή τη ζωή… Για να ζήσει με αξιοπρέπεια! Για να μπορεί τις νύχτες να κλείνει τα μάτια του ευτυχισμένος. Και τα πρωινά να χαίρεται την καινούργια μέρα. Να κρατάει το χέρι της γερόντισσας και να καμαρώνουν μαζί τα παιδιά, να χαίρονται τα εγγόνια τους. Να είναι περήφανος που όσα, απλά και αυτονόητα, προσπάθησε να φτιάξει, τα πέτυχε. Και τώρα να τα γεύεται ήσυχος. Με τις υποχρεώσεις του ήταν εντάξει, το μερίδιο που του χρέωσαν… Ένας άντρας νοικοκύρης, που περπατούσε στο δρόμο με το κεφάλι ψηλά. Όπως και ο πατέρας μας.
Όμως δεν τα λογάριασε καλά. Δεν πέρναγαν όλα απ’ τα δικά του χέρια. Λίγο πιο πέρα, κάποιοι παραφύλαγαν καλά κρυμμένοι. Πέφτουν πάνω του με τα γαμψά τους νύχια και τον ματώνουν. Του αρπάζουν αυτό που μια ζωή φύλαγε σαν πολύτιμο θησαυρό, την αξιοπρέπειά του. Του ποδοπατούν την ανθρώπινη υπόσταση. Του κλέβουν το οξυγόνο. Ο γέροντας τρέκλισε, δεν άντεξε, απόκαμε, έπεσε.. Δεν φτάνουν τα κουράγια. Πήρε την απόφαση να φύγει...
[ΑΠΡΙΛΗΣ 2012]