Οι ναυτεργάτες επιμένουν! Δεν κάνουν πίσω απ’ ότι φαίνεται στην απόφασή τους για απεργία που κήρυξαν για την μεγάλη βδομάδα. Δεν δίνουν δεκάρα για την κραυγή απόγνωσης χιλιάδων τουριστών που βλέπουν ένα όνειρο ζωής (ταξίδι στα νησιά μας, αυτό το Πάσχα) να γκρεμίζεται. Οι ναυτεργάτες είναι απαράδεχτοι! Κρατούν σε ομηρία τις τοπικές κοινωνίες. Δεν τους νοιάζει που οι αγρότες υποφέρουν και τα –ευπαθή- προϊόντα τους θα σαπίσουν απούλητα. Σκοτίστηκαν για τα μαγαζιά που περιμένουν τις γιορτές για να πάρουν μια ανάσα μέσα στην οικονομική κρίση. Οι ναυτεργάτες είναι εγωιστές! Σκέφτονται μόνο την πάρτη τους. Δεν νοιάζονται για τους κακόμοιρους ξενοδόχους, που κι αυτοί με τη σειρά τους συμπονούν και στηρίζουν τους δικούς τους εργαζόμενους. Και στο κάτω κάτω της γραφής ποιοι είναι αυτοί οι ναυτεργάτες; Δεν είναι εργάτες σαν όλους τους άλλους; Πρόκειται για ειδική κατηγορία; Από πού αντλούν αυτό το θράσος;
Η υπουργός Άννα δεν θα κουραστεί να τους καλεί για διάλογο μέχρι την τελευταία στιγμή. Πρέπει όμως κι αυτοί να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να αναλάβουν τις ευθύνες τους επιτέλους. Η υπεύθυνη τομεάρχης Όλγα απορεί, στενοχωριέται. Υπερασπίζεται την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, που αμαυρώνεται από τέτοιες ενέργειες. Ο δημοσιογράφος του δελτίου χρησιμοποιεί όλους τους τρόπους. Κουνάει το δάχτυλο στους συνδικαλιστές, τους απειλεί. Μετά τους παίρνει με το μαλακό, τους συμβουλεύει. Και πάλι απειλές. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν. Δεν θέλουν να καταλάβουν. Ιδρώνει αυτός, να ενημερώσει σωστά τον λαό, να μην παρασυρθεί και πιστέψει στ’ αλήθεια πως η απεργία είναι τρόπος για να διεκδικεί και να λύνει τα προβλήματά του. Έναντι όλων ημών, προέχει το καλό της πατρίδας! Πατάω το κουμπί και πέφτω για ύπνο.
Το πρώτο φως της μέρας βρήκε πολύ κόσμο μαζεμένο στο λιμάνι. Οι ναυτεργάτες είχαν κατέβει από τη νύχτα για ν’ αποκλείσουν πιθανές «ενέργειες» που θα είχαν στόχο την παρεμπόδιση της απεργίας τους. Οι αλυσίδες περιφρούρησης μπροστά στους καταπέλτες είχαν στηθεί και περίμεναν. Από στιγμή σε στιγμή θα έρχονταν οι εργαζόμενοι του τύπου, θα έστηναν τον εξοπλισμό τους. Μετά οι άντρες του λιμενικού. Θα ακολουθούσαν -ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις- τα ΜΑΤ. Θα κατέφταναν και αγανακτισμένοι πολίτες, τα «θύματα» αυτής της απεργίας, και θα ζητούσαν από τους ανάλγητους ναυτεργάτες να τους συμπονέσουν. Το ίδιο σκηνικό έτοιμο να στηθεί σε όλα τα λιμάνια της χώρας, σε όλες τις «τοπικές κοινωνίες».
Ησυχία. Αναμονή. Η ώρα περνάει. Ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει σιγά σιγά. Οι ναυτεργάτες κοιτάζονται απορημένοι. Είναι μόνοι. Αυτοί και οι καταπέλτες που χάσκουν. Η ηρεμία ξαφνικά διαταράσσεται. Από λαό πολύ, που πλησιάζει, σε μια μεγάλη πορεία, ακούγονται φωνές και συνθήματα.
«Οι ναυτεργάτες είναι αδέλφια μας!»
«Όλοι οι εργάτες ενωμένοι!»
«Με αγώνες καταχτάμε τα δικαιώματά μας!»
«Φτάνει πια. Κάτω η κυβέρνηση!»
«Να μιλήσουν επιτέλους και οι εργάτες!».
Οι ναυτεργάτες κοιτάζονται απορημένοι. Μένουν με το στόμα ανοιχτό. Τσιμπάει ο ένας τον άλλον για να δουν αν ονειρεύονται. Πορεία και απεργοί γίνονται ένα.
Τότε, ακούγονται οι κόρνες των μεγάλων φορτηγών που καταφτάνουν σε κομβόι μαζί με τους αγρότες. Οι σειρήνες των τρακτέρ σφυρίζουν χαρμόσυνα. Οι παραγωγοί έρχονται κι αυτοί, σμίγουν με τους απεργούς, γίνονται ένα χαρμάνι με τους άλλους συγκεντρωμένους. Μαζί με τους μελαψούς εργάτες τους ξεφορτώνουν τα προϊόντα από τα φορτηγά. Τα προσφέρουν στον κόσμο. Δεν θα σαπίσουν. Δεν θα επιτρέψουν αυτοί να σαπίσουν!
Λίγο πιο πέρα, το πανό των εργαζομένων στα εμπορικά καταστήματα. Πίσω τους οι εργαζόμενοι στον τουρισμό. Όλοι στο δρόμο. Όλοι ζυγώνουν στο λιμάνι. Οι πορείες δεν έχουν σταματημό. Οι οικοδόμοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι κτηνοτρόφοι, οι ιδιοκτήτες μικρομάγαζων, οι αρτεργάτες μαζί με τους ιδιοκτήτες των φούρνων, οι εργαζόμενοι σε μικρές βιοτεχνίες μαζί με τους βιοτέχνες. Να και οι «ξένοι», «Έλληνες και ξένοι, εργάτες ενωμένοι» φωνάζουν με σπαστά ελληνικά. Όλοι καταφτάνουν στο λιμάνι. Ένας παππούς στηριγμένος στη μαγγούρα του λέει πως στιγμές τέτοιες είχε να ζήσει η πόλη απ’ την απελευθέρωση! Τη βοή του πλήθους σκεπάζουν τα μεγάφωνα των απεργών: «Μαζί μας… στη συγκέντρωσή μας… φτάνουν τ’ αδέρφια μας απ’ τον Ασπρόπυργο… οι μπαρουτοκαπνισμένοι της ταξικής πάλης… οι ήρωες απεργοί Χαλυβουργοί!». Πανζουρλισμός. Κορμιά σφιχταγκαλιάζονται, γροθιές σφίγγουν, τους σηκώνουν στα χέρια, τραγουδούν.
«Όλοι οι εργάτες είμαστε αδέρφια, μωρέ, τι μας έβαζαν τα καθάρματα και βγάζαμε τα μάτια μας τόσο χρόνια», ακούγεται από πολλά στόματα. Παντού κυματίζουν αποφασισμένα χέρια. Γέμισε το λιμάνι μάτια και καρδιές που ξεχειλίζουν από ταξική συνείδηση. Κατάλαβαν πια οι εργάτες πως δεν κερδίζουν τίποτα με το να τρώει ο ένας τις σάρκες του άλλου. Το δίκιο κερδίζεται με τον αγώνα κι ο αγώνας αποχτάει άλλη διάσταση, άλλη προοπτική όταν γίνει μαζικός. Κατάλαβαν πως δεν έχουν ουσιαστικούς λόγους να μένουν διασπασμένοι. Αυτό βολεύει τ’ αφεντικά. Αυτά που «χωρίζουν» τους εργάτες είναι ελάχιστα κι ασήμαντα μπροστά σε όλα αυτά που τους ενώνουν…
[ΑΠΡΙΛΗΣ 2012]