Το πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο, φορτωμένο τσιμέντο φτάνει στο λιμάνι. Περιμένουμε στο ανοιχτό αμπάρι του καϊκιού να βγάλουμε το μεροκάματο. Η πληρωμή πάει με τον τόνο. Εύχομαι να’ ναι πολλά τα σακιά, θα’ ναι και το μεροκάματο καλό τότε. Το φορτηγό «κολώνει» δίπλα στο καΐκι. Τα μαντήλια δένονται στο κεφάλι, φτου στις παλάμες και ξεκινάμε…
Τα πρώτα σακιά κατεβαίνουν. Κάποια σκίστηκαν. Θα αφαιρεθούν απ’ τα κιλά. Στο πρόγραμμα και οι απώλειες. Ο ιδρώτας κάνει την εμφάνισή του, ανακατεύεται με τη σκόνη του τσιμέντου. Η αναπνοή βαριά. Τα χρόνια πέρασαν μα η ανάγκη είναι εδώ, δεν ξέρει από χρόνο. Αρκεί να το λέει η καρδιά και τα μπράτσα σου. Και η μέση σου… Μια ανάσα, μια στιγμή στο φακό, για τα παιδιά της περήφανης εργατιάς.
Το φορτίο πάει καλά. Τα κουράγια επίσης. Τ’ αμπάρια γεμίζουν. Ένα διάλειμμα τώρα που αδειάσαμε το φορτηγό. Έχει δρόμο ακόμα η μέρα. Κολατσιό, τσιγάρο, λίγη ξεκούραση κι ένα τραγούδι ίσως ή σφύριγμα, που δεν το πιάνει ο φακός. Να πάρουμε δυνάμεις. Μέχρι να ‘ρθει το επόμενο φορτηγό, να συνεχίσουμε. Με ιδρώτα και τραγούδι. Απέναντι περιμένουν το υλικό. (Φωτογραφίες)
Ο συνθέτης Γιάννης Γλέζος έντυσε μοναδικά με τη μουσική του, ένα ποίημα του Κώστα Ουράνη κι έφτιαξε ένα υπέροχο τραγούδι που δένει αρμονικά με το θέμα. Το ακούμε από τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου:
Τα φορτηγά καράβια
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ' ακρολίμανα δεμένα.
(Τα φορτηγά καράβια που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
απ' του Μουρμάνσκ την παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.)
Τους ναυτικούς, τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
με υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους
είτε γι' αυτούς μικρά φτιάχνουν καράβια.
Και δεν μπορούν πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.
Κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.
[ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2012]