Τύχη και ατυχία μαζί, είχα, να γεννηθώ στην Αθήνα. Από μικρό παιδάκι όμως πάντα τα καλοκαίρια ταξίδευα στο χωριό, πολλές φορές και Χριστούγεννα ή Πάσχα. Η συχνότητα των επισκέψεών μου αλλά και τα βιώματα που απέκτησα, μ’ έκαναν να νιώθω ταυτισμένος με τον τόπο κι όχι απλά ένα παιδί που οι γονείς του κατάγονται από τη Χώσεψη. Όλα αυτά τα χρόνια, μια από τις προτεραιότητές μου ήταν – και είναι μέχρι σήμερα - η επίσκεψή μου στο νεκροταφείο. Στην άκρη του χωριού, σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά, βρίσκεται το εκκλησάκι του Αη Θανάση. Γύρω του απλώνεται μια ήρεμη συνοικία, αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «η τελευταία κατοικία».
Πολύ παλιά, «τράβαγα» τον παππού απ’ τις δουλειές του και πηγαίναμε μαζί. Περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα, εντυπωσιασμένος από το φως που αντανακλά το λευκό μάρμαρο, και επηρεασμένος από τη μελαγχολία που αναδύει η μουντάδα της ντόπιας πέτρας, ένοιωθα πάντα ένα δέος. Aυτό που νοιώθει ένα παιδί που πιστεύει πως η ζωή είναι «ατέλειωτη» και πασχίζει να αποδεχτεί πώς πρόσωπα μέχρι χτες δραστήρια, «ζωντανά», βρίσκονται τώρα «εκεί μέσα».
Παρατηρώντας τις φωτογραφίες πάνω στους τάφους, ρωτούσα τον παππού για τον καθένα ξεχωριστά, με ένα ενδιαφέρον που πολλές φορές τον παραξένευε. Δεν κουραζόταν όμως να μου διηγείται μικρές ιστορίες, για τους προγόνους μας, τους δικούς του παππούδες, για όλους. Μικρές προσωπογραφίες για εργάτες της ζωής, για αντάρτες αγωνιστές αλλά και για τους «άλλους», αυτούς που η Ιστορία στο τέλος λησμονά…
Διηγούταν ο παππούς, κι εγώ σκηνοθετούσα στη φαντασία μου κινούμενες εικόνες. Γυναίκες και άντρες στις πλαγιές, να ξεχερσώνουν με τα τσαπιά, να φτιάχνουν χωράφια. Τσοπαναραίους με τα κοπάδια τους στις κορφές των Τζουμέρκων, ν’ αντηχούν τα κυπριά των ζώων μέχρι το χωριό. Αντάρτες κι ανταρτοπούλες να διαβαίνουν στις ράχες τραγουδώντας. Φωνές, γέλια παιδικά, κλάματα, βελάσματα, που πρόδιδαν μια ζωή που πλημμύριζε τον άγριο αυτό τόπο απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ο χρόνος κύλησε, ο παππούς «ανηφόρισε» κι αυτός, στον Αη Θανάση. Μεγάλος πια εγώ, συνέχισα τις τακτικές μου επισκέψεις, βλέποντας πια (και) με μια άλλη ματιά το χώρο. Διέκρινα πως σε μερικούς τάφους οι σταυροί δεν ήταν από μάρμαρο, αλλά πέτρινοι. Παρατηρώντας τον καθέναν ξεχωριστά, άρχισα να ανακαλύπτω μικρές καλλιτεχνικές διαδρομές που χάρασσαν οι τεχνίτες πελεκάνοι του χωριού μας, πάνω σε ατόφια κομμάτια ντόπιας πέτρας.
Αυτοί οι παλιοί αυτοδίδακτοι λαϊκοί καλλιτέχνες, που με αντάλλαγμα δέκα οκάδες καλαμπόκι, καθισμένοι σταυροπόδι, σφυρίζοντας ηπειρώτικους σκοπούς, χτύπαγαν με το ματρακά το κοπίδι πάνω στην πέτρα, της έδιναν σχήμα, μορφή, της μιλούσαν κι αυτή τους έκανε στο τέλος το χατήρι.
Γράφει ο Σπύρος Ι. Μαντάς (1): «…Από τα πολλά στοιχεία που εξυψώνουν σε τέχνη τούτη την ενασχόληση των μαστόρων της Χώσεψης, δύο είναι εκείνα που σφραγίζουν τη μοναδικότητά της, που αλλιώς, προδίδουν την ιδιαίτερη ικανότητα αλλά και την ευαισθησία των δημιουργών. Το πρώτο, είναι το γεγονός πως κάθε σταυρός έχει βγει από μια και μοναδική πέτρα. Εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί το τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Τι υπομονή και επιμονή χρειάστηκε να διαθέτει ο τεχνίτης, αλλά και τι δεξιότητες ξεχωριστές για να φτάσει χωρίς προβλήματα στην υλοποίηση της πρόθεσής του. Το πράγμα ενθουσιάζει όταν, παρατηρώντας αυτές τις κατασκευές – άξιες θαυμασμού κάποτε και γι αυτό το μέγεθός τους – γίνεσαι μάρτυρας πάνω τους, μιας διακόσμησης που η αισθητική και η ευρηματικότητα των μοτίβων της, σε κάνει ακόμη και να απορείς. Να μη μας διαφεύγει η χρηστική αποστολή τέτοιων δημιουργιών.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το δεύτερο, ακόμα πιο πολύτιμο στοιχείο που κάθε σταυρός της Χώσεψης διαθέτει. Μπόρεσε ο λαϊκός τεχνίτης να ισορροπήσει ανάμεσα στη χαρά, που η μέθεξη της δημιουργίας από τη φύση σαν βασικό συστατικό εμπεριέχει, και τη μελαγχολία, που ένας τάφος …οφείλει να αποπνέει. [ ] Βρίσκεις έτσι έδαφος, διάθεση, να αντικρίσεις και από μια άλλη πιο φιλοσοφημένη οπτική γωνία, το, έτσι κι αλλιώς, τραγικό γεγονός του θανάτου. Βοηθούν σ’ αυτό και κάποια ανορθόγραφα – ίσως γι αυτό τόσο γήινα – χαράγματα…»(2)
Έχει καταγραφεί (3) πως τους πέτρινους σταυρούς στο νεκροταφείο του χωριού, δημιούργησαν τρεις ξακουστοί μαστόροι. Ο Γεώργιος Τσιβόλας (1892-1973), ο Θεόδωρος Λύκος (1898-1992) και ο πιο ξακουστός απ’ όλους Ιωάννης Κωνσταντίνου Νταλακούρας (1902-1975). Αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά ο σπουδαίος αυτός μάστορας, που δίκαια κατέχει μια θέση στο πάνθεο των γητευτών της πέτρας.
Ο Γιάννης Νταλακούρας γεννήθηκε στο συνοικισμό «Ρουπακιά» της Χώσεψης (σημερινή ονομασία Κυψέλη) Άρτας. Μικρό παιδί – όπως πολλά παιδιά εκείνη την εποχή – μπήκε μαθητευόμενος σε ένα από τα πολλά περιοδεύοντα μπουλούκια που αποτελούνταν από συγχωριανούς οικοδόμους. Το έμφυτο ταλέντο και η καλλιτεχνική του κλίση τον έκαναν να ξεχωρίσει σε μικρό χρονικό διάστημα, και να αναδειχτεί σε σπουδαίο μάστορα-πελεκάνο. Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, συγκρότησε σαν πρωτομάστορας πια, δικό του συνεργείο από μαστόρους κι εργάτες, και άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη της Ελλάδας προς αναζήτηση δουλειάς.
Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Θεσσαλία, μερικές από τις περιοχές που επισκέφτηκε. Χωρίς να πάει στο σχολείο, αγράμματος, μπορούσε να αποτυπώσει στο χαρτί σχέδια κάθε είδους οικοδομής και στη συνέχεια να τα υλοποιήσει με την ομάδα του. Ανάπηρος από το ένα του πόδι (κουτσός), δεν υστέρησε ποτέ έναντι των αρτιμελών συναδέλφων του. Οι παλιοί έλεγαν πως ήταν τόσο καλός μάστορας, που έχτιζε με το μάτι, χωρίς ράμμα!
Έργα που άφησε πίσω του ως αδιάψευστους μάρτυρες της μαστοριάς του, είναι σπίτια που έχτισε στο χωριό του (Κυψέλη Άρτας), η εκκλησία Άγιος Δημήτριος στην Άρτα, οι βρύσες στο συνοικισμό «Σκιαδάδες» του Βουργαρελίου, και φυσικά οι πέτρινοι σταυροί του Αη Θανάση.
Ο χρόνος χαράζει κι αυτός, μετά το μάστορα, τα δικά του σημάδια πάνω στους σταυρούς. Αυτοί όμως παραμένουν εκεί, άλλοι στητοί, άλλοι γερμένοι, να θυμίζουν στους επισκέπτες του νεκροταφείου πρόσωπα και εικόνες από άλλες εποχές, προκαλώντας το θαυμασμό όλων, για τις αστείρευτες ικανότητες που έχει ο άνθρωπος όταν δημιουργεί.
Παραπομπές
(1) Ο Σπύρος Ι. Μαντάς είναι εκπαιδευτικός, ερευνητής- συγγραφέας και συντάκτης του "Αρχείου Γεφυριών Ηπειρώτικων".
(2) και (3): Σπ. Ι. Μαντά, Οι σταυροί της Χώσεψης. Δημοσιεύτηκε στο παλιό (αρ. τεύχους 21, 1998), καλό περιοδικό «Χάος και όψη», του Συλλόγου Κυψελιωτών Άρτας, στην Αθήνα, «ο Άγιος Κοσμάς» που δεν υπάρχει πια.[ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2011]