Συναντηθήκαμε στις σελίδες του Ριζοσπάστη, και του Οδηγητή αργότερα, κοντά τριάντα χρόνια πριν. Εσύ νεαρός, σκιτσογράφος στα πρώτα σου βήματα. Εγώ έφηβος μαθητής, με σκέψη ανήσυχη. Αυτά τα μικρά χάρτινα ανθρωπάκια σου, με τη «σαν πατάτα» μύτη τους, μ’ έκαναν πολλές φορές να γελάσω. Άλλοτε με χαμόγελο πικρό, άλλες φορές με γέλιο τρανταχτό. Οι λέξεις που έβαζες στο στόμα τους, έφτιαχναν προτάσεις με φωνή, σαν τη δική μου. Μιλούσες με τη δική μου φωνή.
Αργότερα, άλλαξες επαγγελματική στέγη και κάπου εκεί αραίωσε η καθημερινή μας επικοινωνία. Δε χαθήκαμε όμως. Συναντιόμασταν τακτικά. Ποτέ δε σταμάτησες να μου μιλάς. Συχνά έκανα μια αναδρομή στις συλλογές σου που κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου. Έβρισκα – και βρίσκω – εκεί μέσα, την ιστορία μας των τελευταίων χρόνων, τις αγωνίες και τους αγώνες των εργαζομένων αυτού του τόπου, του λαού μας. Κομμάτια και της δικής μου διαδρομής.
Στο «Ναυτίλο» σου, βρήκες τον τρόπο να εκφράσεις με τον καλύτερο τρόπο, όλα όσα δε χωρούσαν στα στενά συννεφάκια ενός σκίτσου. Να βγάλεις από μέσα σου ένα λόγο δυνατό σα σφυρί, κοφτερό σα μαχαίρι, τρυφερό σαν το βλέμμα ενός αθώου παιδιού. Ήμουν, χωρίς να το ξέρεις, ένα από τα ναυτάκια σου. Συνεπιβάτης σ’ αυτό το ταξίδι μέχρι τώρα, που το σκάφος έδεσε στο λιμάνι. Ο καπετάνιος δικαιούται να πατήσει για λίγο στην Ιθάκη του.
Ανταμώσαμε – δια ζώσης αυτή τη φορά - στον «Παπασωτηρίου», δυο τρία χρόνια πριν, γιορτές Χριστουγέννων. Οικογενειακώς εσύ, με τα παιδιά μου εγώ, διαλέγαμε βιβλία, απ’ αυτά που χαρίζουμε στον εαυτό μας και στ’ αγαπημένα μας πρόσωπα τέτοιες μέρες. Ήμουν αναποφάσιστος, να’ ρθω να σου μιλήσω, να σου σφίξω το χέρι, να σου πω ευχαριστώ. Δεν το έκανα. Για να μην ενοχλήσω. Μια άλλη φορά, ίσως, ο κόσμος είναι μικρός.
Κάποιες φορές δεν τα βρίσκαμε. Λίγες αυτές. Ήσουν όμως δίκαιος και έντιμος σε όλο τα ταξίδι. Άντρας σαν εκείνους τους παλιούς χωριάτες, με αγύριστο κεφάλι. Κράτησες το λόγο σου. Είχες μπέσα και την αξιοπρέπειά σου δεν την παζάρεψες. Ποτέ δε σήκωσες το άδικο. Δεν ένοιωσα να ταλαντεύεσαι, ούτε στιγμή. Να γέρνεις προς τα κει που φυσάει το ρεύμα. Τριάντα χρόνια ήσουν δίπλα μου, σύντροφός μου. Δεν με πρόδωσες. Κατέλαβες δικαιωματικά, μια θέση στην καρδιά μου.
Μας ανακοίνωσες χτες την απόφασή σου να σταματήσεις το ταξίδι.
Στάθη Σταυρόπουλε δε θα πούμε αντίο. Θα βρεθούμε ξανά.
[ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2011]