Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Ο Τσε στους ουρανούς. Η τελευταία πράξη...

Στις 8 Οκτώβρη του 1967, ξημερώματα, οι 16 κομπανιέρος του και ο Τσε βαδίζουν, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, προς το φαράγγι του Γιούρο. Προχωρούν πολύ κοντά η μια ομάδα με τις άλλες αλλά δεν το γνωρίζουν. Το άγριο ανάγλυφο του βουνού, εμποδίζει την μεταξύ τους οπτική επαφή. Τα χαράματα, ένας χωρικός που τους βλέπει να περνούν κοντά από το χωράφι του, ειδοποιεί το στρατό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δέχονταν προδοσία από τους εξαθλιωμένους χωριάτες. Πολλές εκατοντάδες πάνοπλων στρατιωτών συγκεντρώνονται με μιας και η μάχη ξεκινά. Οι ομάδες αποκόπτονται. Δεν υπάρχει καμία επαφή μεταξύ τους.

Ο κομαντάντε, συνοδευόμενος από δύο άντρες, τον Κούμπα και τον Τσανγκ, έχει τραυματιστεί από σφαίρα στο δεξί του πόδι που αιμορραγεί. Παράλληλα το κορμί του συγκλονίζεται από μια ακόμα κρίση άσθματος. Ο Κούμπα τον σηκώνει στους δυνατούς τους ώμους. Βρίσκονται περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες. Αρνείται να τον εγκαταλείψει. Τα όπλα είναι στραμμένα επάνω τους. Ο Κούμπα ουρλιάζει: «Να πάρει ο διάολος! Αυτός είναι ο κομαντάντε Γκεβάρα και θα τον σεβαστείτε!».

Οι στρατιώτες τους αιχμαλωτίζουν. Αργότερα οδηγούνται στο σχολείο της κοντινής κωμόπολης Λα Ιγκέρα… Στη σκηνή παίζεται η τελευταία πράξη του έργου της ζωής του. Αυτός, το αγρίμι της βολιβιανής ζούγκλας, αιχμάλωτος στα χέρια του εχθρού! Λίγες ώρες πριν, κατά τη διάρκεια της μάχης, μια εχθρική σφαίρα έχει χτυπήσει το όπλο του και το αχρηστεύει. Είναι άοπλος, τραυματισμένος και άρρωστος. Και γίνεται το θήραμα των Βολιβιανών αρχών και των Αμερικανών καθοδηγητών τους.

Καιρό πριν, στην Αβάνα, ο Φιντέλ εξαντλούσε τα επιχειρήματά του να τον πείσει για την ακαταλληλότητα της χρονικής συγκυρίας της αποστολής του Τσε στη Βολιβία: «Ήταν ανυπόμονος. Αλλά αυτό που ήθελε να κάνει ήταν δύσκολο. Τότε, με βάση τη δική μας πείρα, λέω στον Τσε ότι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες. Του είπαμε ότι χρειαζόταν χρόνος, να μην είναι ανυπόμονος.

Θέλαμε άλλα στελέχη, λιγότερο γνωστά, να κάνουν τα αρχικά βήματα, δημιουργώντας τις καλύτερες συνθήκες γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. Ήξερε τι είναι η αντάρτικη ζωή, ήξερε ότι χρειάζεται κανείς σωματική αντοχή, μια ορισμένη ηλικία, και, παρ’ όλο που ξεπερνούσε τους περιορισμούς και είχε ατσάλινη θέληση, ήξερε ότι αν περίμενε κι άλλο δεν θα ήταν σε καλύτερη σωματική κατάσταση.

Ο Τσε ήταν επιπλέον άνθρωπος που όταν έστελνε κάποιον σε μια επιχείρηση και σημειωνόταν κάποια τραγωδία, αυτό τον επηρέαζε πολύ. Τον πονούσε καθημερινά κάθε φορά που θυμόταν τους συντρόφους που πέθαναν. Ο Τσε σκεφτόταν το σχέδιό του, φυσικά έχοντας την πλήρη έγκρισή μας, ήμασταν απόλυτα σύμφωνοι.  Όταν τον Τσε τον πιάνει η ανυπομονησία και φτάνει η στιγμή όπου θέλει να φύγει, του λέω: «Δεν είναι έτοιμες οι συνθήκες».

Δεν ήθελα να πάει στη Βολιβία να οργανώσει μια μικρή ομαδούλα, αλλά να περιμένει να οργανωθεί η δύναμη. Είχαμε ζήσει στην περίπτωσή μας όλη την εποποιία της αρχικής φάσης. Έλεγα: «ο Τσε είναι στρατηγικός ηγέτης, πρέπει να πάει στη Βολιβία όταν πια θα έχει αναπτυχθεί μια δύναμη».
Αυτός ήταν ανυπόμονος, αλλά εκεί οι συνθήκες δεν ήταν έτοιμες».

Στο σχολείο της Λα Ιγκέρα, περιχαρείς οι αξιωματικοί του στρατού φωτογραφίζουν το «θήραμά» τους, τον αιχμάλωτο Τσε. Έπρεπε να υπάρχουν αποδείξεις πως ο κομαντάντε δεν σκοτώθηκε στη μάχη. Πως πιάστηκε ζωντανός. Με τα χέρια δεμένα εμπρός, με τη χαίτη των μαλλιών του να την κουνά το δροσερό αεράκι, τον περιφέρουν σαν ένα κοινό ληστή. Η εξουσία εμφανίζει τον αντάρτη επαναστάτη σαν κατηγορούμενο για ένα κοινό έγκλημα, σαν ένα εγκληματία. Θέλει τον εξευτελίσει.

Στο μεταξύ τί απέγιναν οι υπόλοιποι σύντροφοι του Τσε; Σκοτώθηκαν στη μάχη με τους στρατιώτες όλοι, εκτός από έξι. Ο Μπενίνιο, ο Ελ Νιάτο, ο Ελ Ίντι, ο Ουρμπάνο, ο Νταρίο, και ο Πόμπο, ανησυχούν για τον κομανταντε τους. Που να είναι άραγε; Δεν μπορούσαν, δεν ήθελαν να πιστέψουν πως συνελήφθη. Είναι ζωντανός;

Ο Νταριέλ Αλαρκόν Ραμίρες ή «Μπενίνιο», ένας από τους έξι επιζήσαντες, αφηγείται αργότερα: «Πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε τη Λα Ιγκέρα. Βλέπουμε πως υπάρχει πολύς στρατός. Έχουμε συνηθίσει, καταλαβαίνουμε πολύ γρήγορα πως το επιτελείο είναι εδώ. Η εμφάνιση ελικοπτέρων που πετάνε από πάνω μας κι έπειτα προσγειώνονται στη Λα Ιγκέρα μας επιβεβαιώνει την πρώτη μας εντύπωση. Πώς να το ξέραμε; Ούτε καν μας περνάει απ΄ το μυαλό πως ο Κομαντάντε μας είναι αιχμάλωτος και ότι τον κρατάνε εδώ! Αν το ξέραμε, θα κάναμε επιχείρηση κομάντο για να τον σώσουμε ή να πεθάνουμε στο πλάι του. Όμως κανένας από μας τους έξι δε φαντάζεται ούτε για μια στιγμή τι συμβαίνει εκείνη την ώρα.

Απ΄ την κρυψώνα μας, βλέπουμε να βγάζουν πτώματα. Σκεφτόμαστε πως είναι των «κομπανιέρος» μας που έπεσαν ηρωικά μέσα στο Γιούρο – του Αντόνιο, του Ανισέτο, του Αρτούρο και του Πάτσο – και τα πτώματα των στρατιωτών που οι ίδιοι τους είχαν παρατήσει να πεθάνουν χωρίς να τους προστατέψουν ή να τους φροντίσουν. «Οπότε», σκέφτομαι, «γύρισαν και μάζεψαν τους νεκρούς». Έχω μαζί μου, ενθύμιο απ’ τον Κόκο, ένα μικρό τρανζίστορ που ήθελε να μου το κάνει δώρο πριν πεθάνει και, γύρω στις δέκα το πρωί, για να μάθω τι γίνεται και να πάρω κάποιες πληροφορίες, προτείνω να βάλω το ράδιο χαμηλά. Τα έξι μας κεφάλια πλησιάζουν το ένα το άλλο γύρω απ’ το ραδιόφωνο.

Με το που αρχίζουμε ν’ ακούμε, ξεκινάνε να μας δίνουν τα χαρακτηριστικά του Τσε: το όνομά του, την όψη του, περιγράφουν τα σανδάλια που φοράει στα πόδια, το χρώμα που έχουν οι κάλτσες του. Κι όλοι οι σταθμοί που πιάνουμε δίνουν το ίδιο τρομερό νέο! Το Ράδιο Αλτιπλάνο, το Ράδιο Σάντα Κρουζ, το Ράδιο Μπαλμασέδα· ο καπετάνιος του αντάρτικου Ραμόν, ο θρυλικός Κομαντάντε Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, έπεσε στη μάχη μέσα στο φαράγγι του Γιούρο. Πρέπει να κρατηθώ για να μην ορμήξω πάνω στους φαντάρους και να ρίχνω στο σωρό. Θέλω να σηκωθώ, να ουρλιάξω «Ζήτω ο Τσε!» και να σκοτώσω.

Οι στρατιώτες δεν είναι μακριά. Τους βλέπω καθαρά. Βρίσκονται στη Λα Ιγκέρα και θα ΄λεγε κανείς πως είναι ευχαριστημένοι. Υπάρχει κίνηση, σαν να γίνεται γλέντι, ίσως πίνουν για να γιορτάσουν το θάνατο του Τσε. Νιώθω τα δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό μου, αλλά δε θέλω να παραδεχτώ πως κλαίω… Τότε, σηκώνω τα μάτια μου και κοιτάζω τους άλλους. Και τι βλέπω;
Ο Ελ Ίντι, τόσο σκληραγωγημένος, ο Ελ Νιάτο, ο θαρραλέος άνθρωπος, ο Ντάριο, που είναι σαν παιδί, αλλά που γι’ αυτόν ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα, ο Πόμπο, ο Ουρμπάνο, όλοι κλαίνε. Κλαίνε όλοι και, από κείνη τη στιγμή κι ύστερα, ξέρω: ξέρω αυτό που αρνείται να παραδεχτεί το μυαλό μου, ξέρω πως είναι αλήθεια. Σκότωσαν τον Τσε μας.

Μια τεράστια γαλήνη πλημμυρίζει την ψυχή μου, σαν ηρεμιστικό. Δεν υπάρχουν σύνορα, ούτε εθνικότητες, μόνο έξι άντρες που κλαίνε, Κουβανοί, οι συμπολεμιστές του απ’ τη Σιέρα Μαέστρα, απ’ την Κούβα, και Βολιβιανοί και, γι’ αυτούς επίσης, ο Τσε ήταν ο αρχηγός τους, ο σύντροφος, ο αγαπημένος φίλος, που ο χαμός του ξεσκίζει το στήθος και κομματιάζει την καρδιά. Ο Τσε έπεσε στο φαράγγι του Γιούρο. Η ψυχή μου κάλλιστα μπορεί να μου πει πως ο Τσε είναι ζωντανός, αλλά βλέποντας αυτά τα δάκρυα, το συλλογιέμαι και συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει πια χώρος για την ελπίδα: τον σκότωσαν.

Όλοι σκορπίστηκαν, όπως σε μια γιγάντια έκρηξη. Τέρμα η κούραση, η δίψα, η νύστα, τίποτα πια. Εγώ που πάντα είχα τρομακτική ανάγκη να καπνίσω, δεν έχω καν αυτή την όρεξη. Ξαφνικά, μου φυγε η επιθυμία , τη στιγμή που θα δινα δεν ξέρω κι εγώ τι για να καπνίσω ένα τσιγάρο. Το ίδιο ισχύει για τα πάντα και για όλους μας. Είναι γύρω στις δέκα το πρωί τώρα και, εκτός απ’ τα ελικόπτερα, πετάνε πάνω απ’ την περιοχή και μερικά αεροπλάνα. Εμείς, την προηγούμενη, στις 8, μέσα στο φαράγγι του Γιούρο, είχαμε δει τα πτώματα του Αντόνιο, του Πάτσο, του Αρτούρο και του Ανισέτο… κανένα ίχνος του Τσε και της υπόλοιπης ομάδας… Κι άλλου σύντροφοι; Τι τους συνέβη;

Το μόνο που μεταδίδουν τα ραδιόφωνα είναι για τον Τσε και δεν μιλάνε πια για μας. Υπάρχουν άλλοι επιζήσαντες; Στο πρώτο σημείο ανασυγκρότησης, δεν είχαμε βρει κανέναν… Το επόμενο βήμα μας συνίσταται λοιπόν στο να φτάσουμε στο Ελ Ναρανχάλ, για να δούμε αν θα συναντήσουμε τους υπόλοιπους. Πώς να ζήσει κανείς τις ώρες που μένουν μέχρι να πέσει η νύχτα; Η καρδιά μας δεν το χει δεχτεί ακόμα. Το μυαλό λέει ίσως κάτι, αλλά η καρδιά εξεγείρεται. Δεν παραδέχεται πως ο Τσε έπεσε. Θα βεβαιωθούμε μόνο όταν θα είμαστε όλοι στο δεύτερο σημείο ανασυγκρότησης, στο ραντεβού που ο ίδιος ο Τσε μας είχε δώσει».

Η επιβεβαίωση που ψάχνουν οι έξι εναπομείναντες ζωντανοί κομπανιέρος, πως ο Τσε είναι ζωντανός, δεν θα ρθει ποτέ. Λίγο πριν, ανάμεσα στους τοίχους του σχολείου της Λα Ιγκέρα, οι δύο σύντροφοι του Τσε, ο Κούμπα και ο Τσανγκ, εκτελούνται. Ο Τσε καθιστός στο πάτωμα με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, ακούει τους πυροβολισμούς των εκτελεστών. Ξέρει πως σε λίγο θα ρθει και η σειρά του. Σαν έτοιμος από καιρό, περιμένει. Έξω η ηγεσία των αρχών αναζητεί εθελοντές για την τελευταία σκηνή.

Ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν προθυμοποιείται και παίρνει το δρόμο για το σχολείο. Όμως ίσως από δέος προς το πρόσωπο του δεσμώτη Τσε, ίσως από φόβο μπρος στον ρου της Ιστορίας, νιώθει τα χέρια του να τρέμουν. Στέκεται αντίκρυ στον κομαντάντε και τον κοιτάζει τρομαγμένος. «Ρίξε δειλέ, σκότωσε έναν άνθρωπο», τον παρακινεί ο Τσε. Ο νεαρός υπαξιωματικός κάνει ένα βήμα πιο πίσω, κλείνει τα μάτια, σφίγγει τα δόντια και  ρίχνει στο κορμί του επαναστάτη. Λίγο μετά μια δεύτερη βολή, «επιβεβαίωσης» αυτή, από άλλο αξιωματικό. Το ημερολόγιο δείχνει 9 Οκτώβρη 1967. Η αυλαία πέφτει…

Ο Τσε είναι νεκρός!



Ο δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Γκοτ, της εφημερίδας Γκάρντιαν, αναγνωρίζει από τους πρώτους το πτώμα του Τσε. Αφηγείται: «Φθάσαμε πεντέμισι ώρες αργότερα και κατευθυνθήκαμε αμέσως στο αεροδρόμιο. Ο μισός πληθυσμός της μικρής πόλης έμοιαζε να περιμένει εκεί, οι μαθητές ντυμένοι στα άσπρα και οι ερασιτέχνες φωτογράφοι ανυπόμονοι να εξασφαλίσουν φωτογραφίες των νεκρών ανταρτών. Τα παιδιά έμοιαζαν περισσότερο αναστατωμένα. Έδειχναν με το χέρι στο βάθος του ορίζοντα και χοροπηδούσαν, καθώς τα μάτια τους βλέπουν μακρύτερα από τα μάτια των ενηλίκων. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα διακρίναμε ένα σημαδάκι στον ουρανό που σύντομα μεταμορφώθηκε σε ελικόπτερο.

Μετέφερε δύο νεκρούς φαντάρους, δεμένους στα πέδιλά του. Τους έλυσαν βιαστικά και τους φόρτωσαν χωρίς πολλά πολλά σε ένα φορτηγό για να τους κουβαλήσει στην πόλη. Καθώς όμως το πλήθος διαλυόταν, εμείς μείναμε πίσω και φωτογραφίσαμε τα κιβώτια με τα ναπάλμ, προσφορά των βραζιλιάνικων ενόπλων δυνάμεων, που βρίσκονταν στην περιφέρεια του αεροδρομίου. Και με τηλεφακό πήραμε φωτογραφίες ενός άνδρα με πράσινη στολή χωρίς διακριτικά, για τον οποίο μάθαμε ότι είναι πράκτορας της CIA.

Τέτοια επίδειξη θράσους από ξένους δημοσιογράφους -γιατί ήμαστε οι πρώτοι που έφθασαν στη Βαγεγκράντε- δεν ήταν νοητή, κι έτσι ο πράκτορας της CIA συνοδευόμενος από μερικούς βολιβιανούς αξιωματικούς επιχείρησε να μας πετάξει έξω από την πόλη. Ήμαστε όμως εφοδιασμένοι με κάμποσα διαπιστευτήρια ώστε να μπορούμε να αποδείξουμε την "καλή μας πίστη", οπότε ύστερα από αρκετή συζήτηση μας επιτράπηκε να παραμείνουμε. Το ένα και μοναδικό ελικόπτερο σηκώθηκε και πάλι και κατευθύνθηκε προς την εμπόλεμη ζώνη, τριάντα περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, μεταφέροντας και το συνταγματάρχη Σεντένο.

Λίγο μετά τη μία το μεσημέρι επέστρεψε με το συνταγματάρχη θριαμβευτή, ανίκανο να κρύψει το πλατύ του χαμόγελο. Ο Τσε πέθανε, ανακοίνωσε. Είδε το πτώμα και δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία. Ο συνταγματάρχης Σεντένο είναι έντιμος άνθρωπος, άμαθος να αποκαλύπτει περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα και δεν υπήρχε λόγος να τον αμφισβητήσουμε. Τρέξαμε στο μικρό ταχυδρομικό γραφείο και δώσαμε τα τηλεγραφήματά
μας προς τον έξω κόσμο σε έναν αιφνιδιασμένο και δύσπιστο υπάλληλο. Κανείς μας δεν πίστευε και πολύ ότι θα κατάφερναν να φθάσουν στον προορισμό τους.

Τέσσερις ώρες αργότερα, στις 5 ακριβώς, το ελικόπτερο γύρισε και πάλι, κουβαλώντας αυτή τη φορά ένα και μοναδικό μικρό σώμα δεμένο στα πέδιλά του. Αντί όμως να προσγειωθεί κοντά στο σημείο που βρισκόμαστε, όπως έκανε τις προηγούμενες φορές, σταμάτησε στο κέντρο του αεροδρομίου, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των δημοσιογράφων. Αμέσως μας απαγορεύτηκε να διασπάσουμε τον κλοιό που σχημάτισαν αποφασισμένοι στρατιώτες.

Πολύ γρήγορα, το πτώμα φορτώθηκε σε ένα κλειστό βαν μάρκας σέβρολετ που ξεκίνησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πηδήξαμε στο τζιπ που περίμενε εκεί δίπλα και ο τολμηρός οδηγός μας πήρε το βαν στο κατόπι. Σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου, η σέβρολετ έκανε μια απότομη στροφή και μπήκε στον περίβολο ενός νοσοκομείου. Οι στρατιώτες επιχείρησαν να κλείσουν την πύλη προτού περάσουμε, αλλά ήμαστε αρκετά κοντά και τους εμποδίσαμε να το πετύχουν.

Η σέβρολετ ανηφόρισε μια απότομη πλαγιά και σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρό παράπηγμα με καλαμωτή οροφή και τη μία πλευρά ανοιχτή στον ουρανό. Κατεβήκαμε από το τζιπ και τρέξαμε στην πίσω πόρτα του βαν προτού ανοίξει. Την ώρα που άνοιγε, πετάχτηκε έξω ο πράκτορας της CIA, ουρλιάζοντας στα αγγλικά: "Εντάξει, ας ξεκουμπιστούμε τώρα γρήγορα". Ο κακομοίρης ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι δύο άγγλοι δημοσιογράφοι περίμεναν στις δύο πλευρές της πόρτας.

Μέσα στο βαν, πάνω σε φορείο, βρισκόταν η σορός του Τσε Γκεβάρα. Δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή ότι ήταν αυτός. Τον είχα δει μία και μοναδική φορά πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια στην Αβάνα και δεν ήταν από τις μορφές που ξεχνάς εύκολα. Από τότε, η προσωπική μου ανάμνηση είχε αναμφίβολα επηρεαστεί από τις συχνές φωτογραφίες του στον τύπο και ομολογώ ότι είχα λησμονήσει το κορακίσιο χρώμα του μικρού γενιού του.

Μου φάνηκε πιο κοντός και πιο αδύνατος απ' ό,τι θυμόμουν. Οι μήνες της ζωής στη ζούγκλα είχαν προφανώς αφήσει τα ίχνη τους. Παρά τα ερωτηματικά, δεν υπήρχε καμία απολύτως αμφιβολία ότι επρόκειτο για τον Γκεβάρα. Όταν έβγαλαν έξω το πτώμα και το ακούμπησαν σε ένα πρόχειρο τραπέζι μέσα στο παράπηγμα που τους λιγότερο ταραγμένους καιρούς χρησίμευε για πλυσταριό, ήμουν πια βέβαιος ότι ο Γκεβάρα ήταν νεκρός.

Το σχήμα του γενιού, το περίγραμμα του προσώπου και τα πλούσια κυματιστά μαλλιά δεν μπορούσαν να ανήκουν σε άλλον. Φορούσε πράσινη στολή εκστρατείας στο χρώμα της ελιάς και ένα τζάκετ με φερμουάρ. Στα πόδια φορούσε πράσινες ξεθωριασμένες κάλτσες και χειροποίητα παπούτσια. Καθώς ήταν ντυμένος, δυσκολευόμουν να δω πού ακριβώς είχε πληγωθεί. Είχε δύο φανερές οπές στη βάση του λαιμού και αργότερα, όταν καθάριζαν το σώμα, είδα μία ακόμη πληγή στο στομάχι. Δεν αμφισβητώ ότι είχε πληγές στα πόδια και κοντά στην καρδιά, αλλά δεν τις είδα.

Οι γιατροί εξέταζαν τις πληγές του λαιμού και η πρώτη μου αντίδραση ήταν να υποθέσω ότι έψαχναν για τη σφαίρα, αλλά στην πραγματικότητα ετοίμαζαν το σωληνάκι που θα οδηγούσε τη φορμόλη στο σώμα για να το συντηρήσει. Ένας από τους γιατρούς άρχισε να καθαρίζει τα χέρια του νεκρού αντάρτη που ήταν καλυμμένα με αίμα. Αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρχε τίποτε απωθητικό στο πτώμα.

Ο Τσε έμοιαζε ζωντανός. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και λαμπερά, και δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να του τραβήξουν το χέρι έξω από το τζάκετ. Πρέπει να μην είχε πεθάνει πριν από πολλές ώρες και τη στιγμή εκείνη δεν πίστευα ότι δολοφονήθηκε μετά τη σύλληψή του. Όλοι υποθέταμε τότε ότι πέθανε από τις πληγές του και από έλλειψη ιατρικής φροντίδας τις πρώτες ώρες του πρωινού της Δευτέρας.

Οι άνθρωποι γύρω από το πτώμα ήταν περισσότερο αποκρουστικοί από το νεκρό: Μια καλόγρια που δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελό της και κάποιες φορές γελούσε δυνατά. Αξιωματικοί που κατέφθαναν με τις ακριβές τους μηχανές για να απαθανατίσουν τη σκηνή. Και, προφανώς, ο πράκτορας της CIA. Έμοιαζε να είναι επικεφαλής της όλης επιχείρησης και γινόταν έξαλλος κάθε φορά που κάποιος τον σημάδευε με τη φωτογραφική του μηχανή».

Όπως τα όρνια μαζεύονται γύρω από το άψυχο κουφάρι, έτσι και στη Λα Ιγκέρα οι δήμιοι, σπρώχνονταν να φωτογραφηθούν δίπλα στο νεκρό επαναστάτη. Να κλέψουν λίγη από τη λάμψη του, που αντίθετα όπως θα περίμεναν, με το θάνατό του δεν έσβησε. Άρχισε να μεγαλώνει και να απλώνεται πέρα από τα όρια της μικρής πόλης του τέλους του. Πέρα από τα όρια της Βολιβίας. Πέρα από κάθε όριο.

Ο Τσε δεν υπάρχει πια. Πίσω στην Αβάνα ο Φιντέλ, παρόλο που περίμενε μια τέτοια εξέλιξη, το απεύχονταν. Δεν ήθελε να το φέρνει στο μυαλό του. οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που εξέπεμπαν από την «απέναντι πλευρά», στο Μαϊάμι, πολλές φορές ανακοίνωναν το «θάνατο» του Τσε. Ευσεβείς πόθοι…

Αυτή τη φορά όμως έλεγαν την αλήθεια. Ο Φιντέλ αφηγείται: «Αν και είχα επίγνωση των κινδύνων που διέτρεχε επί μήνες, και των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που αντιμετώπιζε, ο θάνατός του μου φάνηκε κάτι απίστευτο, ένα γεγονός στο οποίο δεν μπορεί να συνηθίσει κανείς ποτέ. Περνάει ο καιρός και μερικές φορές ονειρεύεσαι το σύντροφο που πέθανε και τον βλέπεις ζωντανό, μιλάς μαζί του και, ξανά, η πραγματικότητα μας ξυπνάει.

Υπάρχουν άνθρωποι που για σένα δεν έχουν πεθάνει, έχουν μια παρουσία τόσο ισχυρή, τόσο έντονη, που δεν καταφέρνεις να συλλάβεις το θάνατό τους, την εξαφάνισή τους. Κυρίως λόγω της συνεχούς παρουσίας τους στα αισθήματα και στις αναμνήσεις. Εμείς, όχι μόνο εγώ, αλλά ο κουβανικός λαός, υποφέραμε εξαιρετικά με την είδηση του θανάτου του, αν και δεν ήταν απρόσμενος».

Πολλούς μήνες πριν το τέλος, τον Οκτώβρη του ΄65, ο Τσε είχε γράψει την ιστορική πια επιστολή του προς το Φιντέλ. Μετά το θάνατό του, και σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση του λαού της Αβάνας, ο Φιντέλ τη διάβασε από τα μικρόφωνα.

Ο Φιντέλ διαβάζει στο λαό της Αβάνας την επιστολή του Τσε:



Η επιστολή έγραφε: «Φιντέλ, Αυτή τη στιγμή θυμάμαι πολλά πράγματα-όταν σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας-Αντωνίας, όταν μου πρότεινες να σε ακολουθήσω, την ένταση της προετοιμασίας. Μια μέρα ήρθαν και μας ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας. Τότε η συνειδητοποιήσαμε την πιθανότητα αυτή. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι σε μια επανάσταση νικά κανείς ή πεθαίνει (αν είναι πραγματική). Πολλοί σύντροφοι έπεσαν στην πορεία προς τη νίκη.

Σήμερα τα πάντα έχουν ένα λιγότερο δραματικό τόνο, επειδή είμαστε πιο ώριμοι, αλλά το γεγονός επαναλαμβάνεται. Αισθάνομαι ότι έχω κάνει το καθήκον μου προς την Κουβανέζικη επανάσταση, στο έδαφός της, και αποχαιρετώ εσένα, τους συντρόφου, το λαό σου ο οποίος είναι τώρα δικός μου. Παραιτήθηκα επίσημα από τις θέσεις μου στην ηγεσία του κόμματος, το πόστο μου σαν υπουργός, το βαθμό μου σα διοικητής και την υπηκοότητά μου. Δεν έχω κανένα πια δεσμό νομικά με την Κούβα. Οι μόνοι δεσμοί που έχω είναι άλλης φύσεως-αυτοί που δεν σπάνε όπως οι διορισμοί σε πόστα.

Ανασκοπώντας τη ζωή μου, πιστεύω ότι δούλευα με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για να εδραιώσω την επαναστατική κατάκτηση. Το μόνο μου σοβαρό λάθος ήταν το ότι δεν σου έδειξα αρκετή εμπιστοσύνη απ' τις πρώτες στιγμές στη Σιέρα Μαέστρα και το ότι δεν κατάλαβα αρκετά γρήγορα τις ηγετικές και επαναστατικές σου ικανότητες. Έζησα υπέροχες στιγμές δίπλα σου και αισθάνομαι την τιμή να ανήκω στους ανθρώπους σου στις λαμπρές μα λυπημένες μέρες της κρίσης της Καραϊβικής. Λίγοι πολιτικοί είναι στις μέρες μας τόσο λαμπροί όσο εσύ. Είμαι επίσης περήφανος που σε ακολούθησα χωρίς δισταγμό, που ταυτίστηκα με τον τρόπο που σκέφτεσαι και που εκτιμάς τους κινδύνους.

Άλλα έθνη του κόσμου χρειάζονται τις ταπεινές μου προσπάθειες συμπαράστασης. Μπορώ να κάνω αυτό που εσύ δεν μπορείς λόγω της ευθύνης σου στην αρχηγία της Κούβας, και έφτασε ο καιρός να αποχωριστούμε. Πρέπει να ξέρεις ότι αυτό το κάνω με ανάμεικτα συναισθήματα. Αφήνω εδώ την πιο αγνή μου ελπίδα σαν χτίστης και σαν αγαπημένος αυτών που λατρεύω. Και αφήνω τους ανθρώπους που με δέχτηκαν σα γιο. Αυτό πληγώνει ένα μέρος της ψυχής μου. Μεταφέρω στα πεδία των νέων μαχών την πίστη ότι με δίδαξες, το επαναστατικό πνεύμα του λαού μου, το αίσθημα της εκπλήρωσης ενός απ' τα πιο ιερά καθήκοντα: να πολεμάς όπου και να είσαι τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι μια πηγή δύναμης και ακόμη, γιατρεύει τις βαθύτερες πληγές.

Δηλώνω για άλλη μια φορά ότι απαλλάσσω την Κούβα από κάθε ευθύνη, εκτός απ' αυτή που προέρχεται απ' το παράδειγμά της. Αν ο θάνατος με βρει κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι αυτό το λαό και ειδικά για σένα. Είμαι ευγνώμων για τη διδασκαλία και το παράδειγμά σου, στο οποίο θα προσπαθήσω να σταθώ πιστός μέχρι τις τελικές συνέπειες των πράξεών μου. Πάντα ταυτιζόμουν με την εξωτερική πολιτική της επανάστασής μας, όπως και συνεχίζω.

Όπου κι αν βρίσκομαι, θα αισθάνομαι την ευθύνη του να είσαι Κουβανός επαναστάτης και σαν τέτοιος θα συμπεριφέρομαι. Δεν λυπάμαι που δεν άφησα τίποτα υλικό στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Είμαι ευτυχισμένος που έγινε έτσι. Δε ζητώ τίποτα γι αυτούς γιατί το κράτος θα φροντίσει να έχουν αρκετά για να ζήσουν και να μορφωθούν. Θα είχα πολλά να πω σ' εσένα και το λαό μας, αλλά αισθάνομαι ότι είναι άχρηστα. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που θα ήθελα και δεν υπάρχει λόγος να ξοδεύω σελίδες.

Πάντα μπροστά για τη νίκη!
Πατρίδα ή θάνατος!
Σε αγκαλιάζω με όλο τον επαναστατικό μου ζήλο».

Αυτή ήταν η τελευταία πράξη ενός «έργου» σύνθετου και ταυτόχρονα απλού. Ο Τσε έπεσε υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα της τάξης των καταπιεσμένων, των θυμάτων της εκμετάλλευσης, των φτωχών, των ταπεινών και καταφρονεμένων όπου γης.  Έφυγε από τη ζωή ένας άνθρωπος απλός, κοινός θνητός, νέος, με όρεξη για ζωή, με αδυναμίες, πάθη. Αλλά και ένας άντρας οραματιστής, ευφυής, που ξεχώρισε από τον ωκεανό της μετριότητας, φλογερός επαναστάτης, που τις ιδέες του πάλεψε να τις κάνει έργο. Το κατάφερε σε ένα μικρό κομματάκι γης. Μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Η επανάσταση δεν περιορίζονταν γι αυτόν στα στενά γεωγραφικά όρια ενός μικρού νησιού όπως η Κούβα.

Σήμερα 44 χρόνια μετά, που οι συνθήκες, στη μικρή Ελλάδα αλλά και παγκόσμια, γίνονται όλο και πιο δύσκολες για τους λαούς, σήμερα που ο καπιταλισμός δείχνει το πιο αποκρουστικό του πρόσωπο, καταρρίπτοντας όλα τα προσχήματα και όλες τις μάσκες του, η ανάγκη για νέους αγώνες είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η ανάγκη για την ανατροπή του καπιταλισμού είναι επιτακτική. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα είναι «εδώ», ανάμεσά μας, στη σκέψη, στα οράματά μας, στους αγώνες μας,  χαμογελαστός, με το πούρο του αναμμένο και μας δείχνει τον τρόπο…



Πυξίδα μέσα στον χρόνο
κι ο μύθος να σου ανήκει
είναι των ματιών σου οι κύκλοι
που αγκαλιάσανε τον κόσμο

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Εσύ που ανάβεις τ'αστέρια
της μνήμης φτιάχνεις τον χάρτη
και περνάς μέσα απ'την στάχτη
την ελπίδα σ'άλλα χέρια

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Σα θρύλος γύρω καλπάζεις
σαν ευχή και σαν κατάρα
στα στενά της Σάντα Κλάρα
το όνειρό σου δοκιμάζεις

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Μιλάς κοιτώντας μπροστά σου
το ποτάμι της ευθύνης
και στην ιστορία δίνεις
τη φωνή και τ'όνομά σου

Εδώ θα μείνει για πάντα
το ζεστό το πέρασμά σου
φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα

Γελάς και γίνεται μέρα
η νύχτα σε συλλαβίζει
μυστικά σου ψιθυρίζει
Hasta Siempre Κομαντάντε

Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε τσε γκεβάρα

(Στίχοι: Δέσποινα Φορτσέρα, τραγουδούν: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Χρήστος Θηβαίος)

Βιβλιογραφία:

1) Ιγνάσιο Ραμονέ: «Εκατό ώρες με το Φιντέλ. Βιογραφία σε δύο φωνές»,
μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη, εκδόσεις Πατάκη, Ιανουάριος 2007.

2) Ζαν Κορμιέ, Ίλδα Γκεβάρα Γκαδέα, Ανμπέρτο Γρανάδο Χιμένες: « Τσε Γκεβάρα», μετάφραση Μαρίας Κράλλη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995.

3) Φερνάντο Ντ. Γκαρσία, Όσκαρ Σόλα: «CHE εικόνες μιας ζωής», μετάφραση Χριστίνας Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Μεταίχμιο, Νοέμβριος 2001.

4) Ντάριελ Αλαρκόν Ραμίρες («Μπενίνιο»), Μαριάνο Ροντρίγκεζ: «Οι επιζήσαντες σύντροφοι του Τσε», μετάφραση Μαρίας Κράλλη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996.

5) Την ανταπόκριση του δημοσιογράφου βρήκα εδώ.















(ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2011)
Στην πρωτότυπη ανάρτηση μπορείτε να δείτε
και τα βίντεο