Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Οικοδόμος / Ο Χατζηπαναγής είναι η ίδια η μπάλα ρε, είναι το ποδόσφαιρο!


Θαυμάζω τους αθλητικογράφους με πλούτο γνώσεων που επιπλέον έχουν την  ικανότητα να τις κωδικοποιούν και να τις ταξινομούν, να θυμούνται ημερομηνίες, ονόματα και γεγονότα και, όταν τους δίνονται οι κατάλληλες αφορμές, να ανασύρουν κάποιες σκηνές άλλων εποχών, «ντυμένες» με τα αρώματα μιας ποιοτικής νοσταλγίας, που η καθημερινότητα τις σπρώχνει στη λήθη.

Ένας απλός φίλαθλος «παλαιάς κοπής», όπως ο γράφων, σίγουρα δεν θα μπορούσε να έχει στο μυαλό του, όταν ξημέρωνε η σημερινή μέρα, την επέτειο της «ντρίμπλας του αιώνα» από τον «Νουρέγιεφ» (θαυμάστε τον στο βίντεο πιο κάτω) των γηπέδων, του μοναδικού και ανεπανάληπτου Βασίλη Χατζηπαναγή.

Οι ποδοσφαιρόφιλοι, που κάποιοι τους αποκαλούν σήμερα σκωπτικά ρομαντικούς, μπορεί να μην έχουν πρόχειρες τις ημερομηνίες και τις επετείους, όμως δεν ξεχνάνε ποτέ τα πρόσωπα και τις στιγμές που «νοστίμισαν» τη ζωή τους και την ομόρφυναν. Πώς να ξεχάσεις τον μάγο Χατζηπαναγή, όσα χρόνια κι αν πέρασαν;! Όταν μάλιστα τα χρόνια (ποδοσφαιρικά και όχι μόνο) που ακολούθησαν ήταν άνυδρα και άγονα, κατά κανόνα, της ευκολίας και της επανάληψης, χωρίς φαντασία.


Με την ευκαιρία θυμήθηκα ένα κείμενο που έγραψα πριν από τέσσερα χρόνια εδώ. Το αναδημοσιεύω σήμερα όπως ακριβώς γράφτηκε τότε, χωρίς ν’ αφαιρέσω ή ν’ αλλάξω κάτι. Όπως ακριβώς κι οι εικόνες που μου άφησε ο «Νουρέγιεφ»: παραμένουν ολοζώντανες, με τα ίδια έντονα χρώματα και συναισθήματα.

Είδα κι εγώ τον Χατζηπαναγή να παίζει!

Ήμουν έντεκα όταν ήρθε ο θείος από τον Καναδά. Ερχόταν κάθε χρόνο τον Αύγουστο για διακοπές, όμως εκείνη τη φορά είχε έρθει στην Ελλάδα για κάτι άλλο που δε θυμάμαι. Θυμάμαι πάντως πως ήταν άνοιξη και ο καιρός γλυκός. Ένα απόγευμα έπιναν καφέ με τον πατέρα και τη μάνα μου στην αυλή. Είχα διάβασμα και ήμουν στο δωμάτιό μου, όμως άκουγα τι έλεγαν και είχα οπτική επαφή από το ανοιχτό παράθυρο. Κάποια στιγμή έπιασα να λέει στον πατέρα μου κάτι για τη Νέα Φιλαδέλφεια, πως έχει χρόνια να πάει, κάτι τέτοιο. Είδε πως τους κοίταζα, χαμογέλασε και μου λέει: «τι λες, πάμε στο γήπεδο αύριο;». Πετάγομαι έξω πηδώντας πάνω από το παράθυρο και  πέφτω πάνω στον πατέρα μου ικετεύοντας. Με άφησε.

Ο θείος μου ήταν αεκτζής. Όχι φανατικός, πιο πολύ αγαπούσε το ποδόσφαιρο. Εγώ, Ολυμπιακός ή καλύτερα «θρύλος», όπως περηφανευόμουν. Δεν είχα πάει ποτέ στο γήπεδο. Όμως κάθε Κυριακή κόλλαγα τ’ αυτί μου στο «ραδιάκι» που μετέδιδε σε ζωντανή σύνδεση τους αγώνες της πρώτης εθνικής κατηγορίας. Ο πατέρας μου που δεν έβλεπε ποτέ ποδόσφαιρο, με άφηνε που και που πριν πάω για ύπνο να δω τα πρώτα λεπτά της Αθλητικής Κυριακής που παρουσίαζε ο κύριος Φουντουκίδης. Όπως ήταν φυσικό, οι εικόνες μου από τα γήπεδα είχαν ασπρόμαυρο χρώμα μέχρι που, περνώντας τη θύρα του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας, ένιωσα τις αισθήσεις μου να δέχονται επίθεση από αμέτρητους κεραυνούς ηδονής,  όταν είδα τον πράσινο χλοοτάπητα να απλώνεται μπροστά μου απέραντος,  κάτω από τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου, τους ποδοσφαιριστές με σάρκα και οστά να προθερμαίνονται  και τους χιλιάδες φιλάθλους στις εξέδρες να κουνάνε κιτρινόμαυρα κασκόλ και σημαίες. Για την ιστορία,  η ΑΕΚ (Παπαϊωάννου, Δομάζος, Μπάγεβιτς, Τάσος κλπ.) κέρδισε τον ΠΑΟΚ (Κούδας, Σαράφης, Φορτούλα, Κωστίκος κλπ.) με 3-2.

Εκείνος ο αγώνας μπορεί να μην έχει σχέση με τον Βασίλη Χατζηπαναγή, σηματοδότησε όμως τη σχέση μου ως θεατή με το άθλημα τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μια σχέση που από παιδικός έρωτας έγινε αγάπη για το ποδόσφαιρο, που το έβλεπα σαν παιχνίδι και χαιρόμουν όταν οι πρωταγωνιστές του μου πρόσφεραν αυτό που γούσταρα να δω: όμορφο θέαμα.

Το φθινόπωρο του '85 είμαι πια νεαρός. Το Στάδιο Καραϊσκάκη είναι κλειστό λόγω εκτέλεσης έργων. Ο Ολυμπιακός χρησιμοποιεί για έδρα το Ολυμπιακό Στάδιο στην Καλογρέζα. Παίζουμε με τον Ηρακλή. Έχουμε κατέβει με τον φίλο μου το Γιώργο για να δούμε τον «Νουρέγιεφ». Ο Ηρακλής είχε πολύ καλή ομάδα εκείνη την εποχή. Δεν θυμάμαι  τον προπονητή, όμως είχε στην ενδεκάδα  του Παπαϊωάννου,  Καραΐσκο,  Μαλουμίδη, Αδάμου και άλλους.  Ο σπουδαιότερος λόγος όμως για να πάμε σε αυτόν τον αγώνα ήταν η συμμετοχή του Βασίλη Χατζηπαναγή, που μέχρι τότε δεν τον είχαμε δει ποτέ ζωντανά στο γήπεδο. Ο Ολυμπιακός ήταν ο Ολυμπιακός, περιμέναμε λοιπόν να δούμε ένα καλό ματς.

Φτάνουμε στο στάδιο και αγοράζουμε δυο φτηνά εισιτήρια για το πάνω διάζωμα, χωρίς να ξέρουμε από θύρες, που κάθονται οι φανατικοί οπαδοί κλπ. Λίγος ο κόσμος στο γήπεδο και  στη θύρα μας. Έτσι, για να μην είμαστε μόνοι, αποφασίσαμε να μετακινηθούμε προς τη διπλανή θύρα που ήταν σχεδόν γεμάτη από νεαρόκοσμο που ανέμιζε μεγάλες κόκκινες σημαίες και φώναζε συνθήματα υπέρ της ομάδας μας. Οι ομάδες τότε δεν έμπαιναν μαζί στον αγωνιστικό χώρο όπως σήμερα. Πρώτα έμπαινε η φιλοξενούμενη και ακολουθούσε μετά από λίγο η γηπεδούχος, που όπως ήταν φυσικό γνώριζε την αποθέωση.

Από τα μεγάφωνα αναγγέλεται η ομάδα του Ηρακλή και οι παίχτες κάνουν την εμφάνισή τους. Αυθόρμητα χειροκροτώ, την ίδια στιγμή που από δίπλα μας (από την εξέδρα των φανατικών όπως καταλάβαμε) ακούγονται «ουου», σφυρίγματα και βρισιές, η ηπιότερη των οποίων ήταν το  «Βούλγαροι», ενώ εκτοξεύονται προς το μέρος της αντίπαλης ομάδας εκατοντάδες μούντζες και προτεταμένα μεσαία δάχτυλα καθώς και  μικρά πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας των γηπέδων, εκείνα που αντί για καπάκι σφράγιζαν από πάνω με αλουμινόχαρτο. Άκουσα κάμποσα «γαλλικά» από τους γείτονες της διπλανής εξέδρας, επειδή νωρίτερα χειροκρότησα ενώ δεν έπρεπε   και ένιωσα αρκετά απειλητικά βλέμματα να με «καρφώνουν», όμως σύντομα ακούστηκε από τα μεγάφωνα ο ύμνος του θρύλου και σηκώθηκε όλο το γήπεδο, μαζί κι εμείς φυσικά, να αποθεώσουμε τους παίκτες μας.

Ο Βάσια ζωγράφιζε με τις περίτεχνες κινήσεις και τις μαγικές τρίπλες του πάνω στον καταπράσινο καμβά της Καλογρέζας, και μόνο με φάουλ μπορούσαν να τον ανακόψουν οι δικοί μας. Αν και ήμουν πια προσεκτικός με τις αντιδράσεις μου, δεν ήταν λίγες οι φορές που κουνήθηκα στην καρέκλα μου μετά από ένα μαγικό του. Μέχρι που φάγαμε πρώτοι γκολ. Φεύγει στην αντεπίθεση ο καραφλός ο Μαλουμίδης περνώντας τρεις δικούς μας, δίνει στον Χατζηπαναγή που ελίσσεται μέσα στη μεγάλη περιοχή, κάνοντας τους πάντες, στο τεραίν και την εξέδρα, να πιστέψουν πως θα τελειώσει τη φάση και ενώ συγκλίνουν πάνω του δυο του Ολυμπιακού, αυτός κόβει απότομα  (πάρε-βάλε)  τη μπάλα στον επερχόμενο Αδάμου που δεν είχε παρά να την σπρώξει στα δίχτυα.

Πάνω στα νεύρα μου για το γκολ που φάγαμε, αλλά παράλληλα έκθαμβος με την ομορφιά της φάσης, φωνάζω «πωω ρεε τι κάνει ο άνθρωπος;!» και αυθόρμητα πετάγομαι από τη θέση μου, ξεχνώντας πως ήμουν ήδη σεσημασμένος. Οι γείτονες  οπαδοί μάλλον νόμισαν πως πανηγύριζα για το γκολ του Ηρακλή. Το τι άκουσα δεν περιγράφεται, τα περισσότερα βέβαια για λογαριασμό της μάνας μου,  μέχρι που κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον μας. Πόσες πιθανότητες επιτυχίας θα είχαμε άραγε αν προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε στους κάφρους πως υποστηρίζουμε την ίδια ομάδα; Δεν τολμήσαμε να το διακινδυνεύσουμε. Την κοπανήσαμε άρον άρον και είδαμε τον υπόλοιπο αγώνα από άλλη θύρα, σχεδόν στην άλλη άκρη του διαζώματος. Και το δεύτερο γκολ του Ηρακλή (τελικό σκορ 2-2) προήλθε από μαγική πάσα του «Νουρέγιεφ».

Ο Βασίλης ή «Βάσια» Χατζηπαναγής ή «Νουρέγιεφ» ήταν παιδί πολιτικών προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ, μετά τον εμφύλιο. Γεννήθηκε στις 26 Οκτώβρη του 1954 και πρωτόπαιξε μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς του. Ξεχώρισε γρήγορα για το μεγάλο ταλέντο του και στα 17 του παίζει για πρώτη φορά στο πρωτάθλημα της μεγάλης κατηγορίας του Ουζμπεκιστάν. Σχεδόν αμέσως κλήθηκε από την εθνική ομάδα εφήβων και παίζει σε επίσημο αγώνα με τα χρώματα της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς να ξέρουν οι γονείς του πως αυτό θα του στερούσε για πάντα το δικαίωμα να παίξει με την εθνική ομάδα της Ελλάδας. Άλλοι καιροί τότε, άλλοι διεθνείς κανονισμοί, πιο αυστηροί, όχι όπως σήμερα που οι υπηκοότητες και οι συμμετοχές των αθλητών σε εθνικές ομάδες πουλιούνται και αγοράζονται σε λίγες ώρες.

Το 1976, καταξιωμένος ποδοσφαιριστής, έρχεται στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού για κάποιες λεπτομέρειες δεν κατάφερε να τον αποκτήσει ο Ολυμπιακός και γίνεται ο «Νουρέγεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ονειρευόταν πάντα να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει στις μεγάλες ομάδες του εξωτερικού που κατά καιρούς τον ζητούσαν, τα συμβόλαια όμως εκείνης της εποχής και η ομάδα του, που προτίμησε να τον αναλώσει στο μικρής αξίας ελληνικό πρωτάθλημα, του κρατούσαν δεμένα τα φτερά.

Η μεγαλύτερη διάκριση γι’ αυτόν ήρθε το 1984 όταν κλήθηκε στην μικτή Κόσμου. Λέει ο ίδιος: «Το 1984 έπαιξα με τη Μικτή Κόσμου σε ένα παιχνίδι στη Νέα Υόρκη απέναντι στη Νιου Γιορκ Κόσμος. Είχα για συμπαίκτες το Μπεκενμπάουερ, τον Κίγκαν, τον Μάριο Κέμπες. Ήταν τεράστια εμπειρία. Είναι να γελάς αν σκεφτείς πως σε καλούν στην Μικτή Κόσμου και δεν μπορείς να παίξεις στην Εθνική ομάδα της πατρίδας σου.     Με ρωτούσαν οι συμπαίκτες μου γιατί δεν έπαιζα στην εθνική, τους εξήγησα την κατάσταση και τους φάνηκε πρωτάκουστο».

Εκτός από μεγάλος ποδοσφαιριστής ο Χατζηπαναγής ήταν και είναι ένας σεμνός άνθρωπος, που ποτέ δεν απασχόλησε την δημοσιότητα με κάτι άλλο εκτός από τη δουλειά του, το ποδόσφαιρο. Η σχέση του με τη μπάλα ήταν ερωτική. Ο τρόπος που της συμπεριφερόταν και την έκανε δική του  ήταν μοναδικός. Και αυτή του ανταπέδιδε με ευχαρίστηση, φροντίζοντας να μην του χαλάει σχεδόν ποτέ το χατίρι. Όσοι είδαν τον «Νουρέγιεφ» να παίζει ποδόσφαιρο είχαν την τύχη να νιώσουν συναισθήματα που λίγες φορές η ζωή σου δίνει την ευκαιρία να νιώσεις.

Φύγαμε από το γήπεδο και η γεύση ήταν γλυκόπικρη. Είδαμε ένα καλό ματς μεταξύ είκοσι ενός ποδοσφαιριστών που βρίσκονταν απλωμένοι κάτω από το άστρο του Βασίλη Χατζηπαναγή και έπαιρναν απ’ το φως του. Σε όλη τη  διαδρομή της επιστροφής μας με τον ηλεκτρικό, αντηχούσε  βαριά, σαν πένθιμη καμπάνα,  στ’ αυτιά μου η κραυγή «να γυρίσεις πίσω στη Ρωσία ρε» που έβγαζαν μια χούφτα  συνομήλικοί μου, τυφλωμένοι από την οπαδική βλακεία. Από το ανοιχτό παράθυρο του βαγονιού έμπαινε δροσερός αέρας αλλά  πνιγόμουν από έναν κόμπο που είχε σταθεί στο στέρνο μου και με πίεζε.

Ήθελα να βγάλω το κεφάλι μου από το παράθυρο,  κοιτάζοντας πίσω προς το στάδιο και να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη σε όλους αυτούς τους πιτσιρικάδες και τους πέντε έξι μεγαλύτερους που τους καθοδηγούσαν: Ο Χατζηπαναγής ρε μαλάκες δεν είναι η φανέλα του, είναι η ίδια η μπάλα ρε, είναι το ποδόσφαιρο. Ανοίξτε τα μάτια σας και ζήστε το αν μπορείτε και κάποια μέρα ίσως αξιωθείτε να περηφανεύεστε στα παιδιά σας «είδα κι εγώ τον Χατζηπαναγή να παίζει!».

 http://e-oikodomos.blogspot.gr/2017/03/blog-post_30.html