Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΑΤΕΧΝΩΣ / Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα - 1. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ


Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη της λογοτεχνίας, αν και στο ευρύ κοινό είναι, ακόμα, περισσότερο γνωστός ως ποιητής. Στο μεγάλο σε όγκο και αξία έργο του περιλαμβάνονται και κείμενά του (χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, κριτικές κ.α.) που δημοσιεύτηκαν σε έναν μεγάλο –επίσης- αριθμό εντύπων που κυκλοφορούσαν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, άλλοτε με την υπογραφή του και άλλοτε με ψευδώνυμο που, συχνά και αυτό, από έντυπο σε έντυπο, ήταν διαφορετικό.
Τα κείμενα που από σήμερα θα δημοσιεύουμε στο ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενικό τίτλο «Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα» γράφτηκαν την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και μετά την συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφέρει στο χαρτί εικόνες μιας σκληρής εποχής, περιγράφει στιγμές ηρωισμού, αλλά και σκηνές τραγικές, από αυτές που ακολούθησαν την παράδοση των τιμημένων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμμετείχε στην Αντίσταση ενάντια στους ιταλούς-γερμανούς καταχτητές, βγήκε στο βουνό και έμεινε για πολύ καιρό δίπλα στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ενώ ήταν ο δημιουργός και η «ψυχή» της Λαϊκής Σκηνής (θέατρο στα βουνά) της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Τα ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα, από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα, μας παραχώρησε ευγενικά ο γιος του Κώστας Κοτζιούλας, που έχει και την επιμέλεια του αρχείου. Το κείμενο με το οποίο ξεκινά η σειρά έχει τίτλο ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αλληλεγγύη Λάρισας (αρ. φ. 36), στις 9 Δεκέμβρη του 1945.

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ
Τις προάλλες είχα βγει στην Τσαρίτσανη, το καμμένο χωριό με τους φιλόξενους ανθρώπους που τόσοι δεσμοί μ’ ενώνουν μαζί τους. Εκεί που μιλούσα με τους γνωστούς μου, ανάμεσα στ’ άλλα τους ρώτησα και για τα παιδιά.
― Παίρνουν συσσίτιο ακόμα;
― Όχι, το κόψαν.
Απόρεσα γι’ αυτό. Ήμουν συνηθισμένος να τα βλέπω απ’ την περασμένη άνοιξη να περνούνε τους δρόμους ξυπόλητα, κακοντυμένα, χαρούμενα όμως, γιατί βαστούσαν στα χέρια τους από ένα κατσαρόλι ή πιάτο ή κουτί με το λιγοστό τους φαγάκι, που τους έφτανε μολαταύτα όσο για να μην πεινούν. Είχαν όρεξη κιόλας και τραγουδούσαν.
Αλλά οι μεγάλοι, οι κακοί άνθρωποι που ζηλεύουν τη χαρά των παιδιών, θέλησαν να τα τιμωρήσουν γι’ αυτό και τους έκοψαν τα τραγούδια. Απαγορεύτηκαν τα «επαναστατικά άσματα» για να μη θυμίζουν τίποτε απ’ τον ένδοξό μας αγώνα. Οι μικροί ωστόσο δεν τα ξεχάσαν. Τα λεν κρυφά, μοναχοί τους όπως οι πρόγονοί μας του κρυφού σκολιού.
Φαγί όμως εξακολουθούσαν να τους δίνουν όσο ήμουν έξω εγώ.
― Και γιατί τα κόψαν; ρώτησα τώρα.
― Δεν καταλαβαίνεις, συναγωνιστή; Να, είμαστε κόκκινοι λέει.
Δεν θέλησα να το πιστέψω. Μου φάνηκε τερατωδία. Γι’ αυτό πολεμούσαμε τόσα χρόνια, για να μας ελέγχουν τώρα τη συνείδησή μας; Με ποιο δικαίωμα το κάνουν αυτό; Επιτέλους είναι προτιμότερο, κατά τη γνώμη μου, νάναι κανείς κόκκινος παρά μαύρος!
Μα το να καταδικάζουν τα παιδιά σε ασιτία επειδή οι πατεράδες ή οι μανάδες τους έχουν ένα φρόνημα που δεν αρέσει σ’ αυτούς τους κυρίους, τούτο του φαίνεται καθαρή απανθρωπιά. Μονάχα φασίστες θα μπορούσαν να το κάνουν.
Αλλά στη χώρα μας, όπου δεν ξεριζώθηκε ο φασισμός, υπάρχουν αρκετοί οπαδοί του. Αυτοί δε διστάζουν μπροστά σε τίποτε προκειμένου να ικανοποιήσουν τα ταπεινά ένστιχτά τους, τη λύσσα τους κατά του λαού. Είναι οι ίδιοι που σέρνουν τους τίμιους δασκάλους σε απολογία, για να κλείσουν ολότελα τα σχολεία. Είναι οι ίδιοι που δηλητηριάζουν τα παιδιά μας πνευματικά διατηρώντας τα βιβλία της 4ης Αυγούστου. Είναι οι ίδιοι που αφού τους στερήσαν ή τους νοθέψαν τη μόρφωση, τους κόβουν τώρα και το ψωμί.
Η ευθύνη των ανθρώπων αυτών είναι μεγάλη. Τα παιδιά είναι τα βλαστάρια της φυλής μας, χρειάζονται περιποίηση, στοργή. Εγκληματούμε κατά του έθνους όταν δε φροντίζουμε για τις νέες υπάρξεις. Και η κατάρα, η καταδίκη τους θα πέσει μεθαύριο απάνω στους ενόχους βαρειά.

Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Ακόμα και σήμερα, μισό σχεδόν αιώνα μετά το θάνατό του, το μεγαλύτερο μέρος του σημαντικού και πολυδιάστατου έργου του Γ. Κοτζιούλα παραμένει ανέκδοτο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, με την ακάματη προσπάθεια και συμβολή της οικογένειας του γιου του Κώστα, επανακυκλοφορούν παλαιότερα έργα, άλλα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, ενώ στα σχέδια βρίσκονται νέες εκδόσεις. Έτσι, αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο το πλούσιο αρχείο του Γ. Κοτζιούλα: το έργο του δημιουργού φτάνει στο λαό, απ’ τον οποίο προέρχεται και για τον οποίο αγωνίστηκε ο Γιώργος Κοτζιούλας.

Εργοβιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα


kotzioulas31Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στις 23 Απρίλη 1909 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας του Κώστα και της Ευαγγελίας, που είχε άλλο ένα γιο και δυο κόρες. Ο πατέρας του τον ώθησε στα γράμματα. Έτσι, μετά το δημοτικό, τον έστειλε στο σχολαρχείο, στο κοντινό Καλέντζι, Ιωαννίνων (1920-22) κι ύστερα στο γυμνάσιο, στην Άρτα, μέχρι το 1926, οπότε έρχεται για εργασία και σπουδές στην Αθήνα. Εγγράφεται το 1927 στη Φιλοσοφική Σχολή, παίρνοντας αργότερα το πτυχίο. Εργάζεται  σε περιοδικά κι εφημερίδες ως μεταφραστής, διορθωτής και γράφει ποιήματα, πεζά, επιφυλλίδες, κριτικές κ.α. Το 1931 τυπώνει στην Αθήνα την πρώτη του μελέτη: «Ο Στρατής Μυριβήλης κ’  η πολεμική  λογοτεχνία» και το 1932 την πρώτη ποιητική του συλλογή: «Εφήμερα». Μένει σε υγρές και κρύες παράγκες με κακή διατροφή και η υγεία του κλονίζεται. Το 1932-33 επιστρέφει στο χωριό του για να συνέλθει και συγκεντρώνει πλούσιο λαογραφικό υλικό. Επιστρέφει στην Αθήνα, όπου συνεχίζει τις συνεργασίες του με περιοδικά. Δημοσιεύει διηγήματα, κριτικές ποιήματα, άρθρα και μελέτες, μεταφράζει ξένα δοκίμια, τα μυθιστορήματα «Μανόν Λεσκώ» και «Η κυρία με τας καμελίας» (με το ψευδώνυμο Γ. Ανέμης), Οικογένεια-Μπουκέτο, 1935, καθώς και  Επιγράμματα  από την Παλατινή Ανθολογία, το 1ο βιβλίο του Θουκυδίδη, από το  5ο και  όλο το 8ο  του Ηροδότου, τον «Αλκιβιάδη» του Πλουτάρχου, την «Βιογραφία του Μπέρναρ Σω», του Χάρρις, τους «Κιβδηλοποιούς» του Ζιντ  και  τη συνέχεια της μετάφρασης του έργου «Στα Καπνοτόπια» του Κόλντγουελ. Υπηρετεί το στρατιωτικό του. Η κακή διαβίωση και η σκληρή εργασία θα τον οδηγήσουν στη φυματίωση. Θα βρεθεί σε σανατόρια και εξοχές της Αττικής για να αναρρώσει. Το 1938-39 εκδίδει τρεις ποιητικές συλλογές και μία με πεζά: «Σιγανή φωτιά», «Δεύτερη Ζωή», «Γρίφος» και «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα», αντίστοιχα. Παράλληλα εκδίδεται στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου η μετάφρασή του με σχόλια στην «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη, ενώ παραδίδει για έκδοση και τα «Αισώπου Μύθοι», «Πύρρος-Μάριος», «Αλκιβιάδης-Κοριολανός» στις ίδιες εκδόσεις. Κατοχή στην Αθήνα. Το φθινόπωρο του ’41 επιστρέφει στο χωριό του. Μεταφράζει Αρχαίους και Λατίνους κλασικούς. Κρατά  ημερολόγια ( 1941- 1948). Το 1943 εντάσσεται στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας, ιδρύει τη «Λαϊκή Σκηνή» και γράφει θεατρικά έργα  για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των χωρικών. Ακολουθεί  τον Άρη Βελουχιώτη. Γράφει ποιήματα και χρονικά. Το 1945 στη Λάρισα  τυπώνει το πεζό «Θεσσαλικό παζάρι», ενώ το 1946 στην Αθήνα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές: «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του Αγώνα». Το 1948 συλλαμβάνεται. Νέες δυσκολίες και βιοτικά προβλήματα. Το 1950 παντρεύεται την Ευμορφία Κηπουρού και εκδίδει το δοκίμιο «Πού τραβάει η ποίηση;». Το 1951 γεννιέται ο γιος τους, ενώ το  1952 και 1954 εκδίδονται οι ποιητικές του συλλογές: «Φυγή στη Φύση» και «Ηπειρώτικα» και δημοσιεύει  τις μεταφράσεις του 1ου βιβλίου του Φινλανδικού έπους «Καλεβάλα», στην Ηπειρωτική Εστία και τη Λογοτεχνική Γωνιά (1955) και των έργων: «Οι Άθλιοι», «Η Παναγία των Παρισίων», «Μαρία Στιούαρτ», «Μεγάλες Προσδοκίες», «Μπεν Χουρ», «Οι τρεις σωματοφύλακες», «Μυθιστορηματική βιογραφία του Σαρλώ», «Οι γυναίκες στον έρωτα», «Τα Πανεπιστήμιά μου», «Η σπιτονοικοκυρά», «Ζαν Κερμόρ», «Το παιδί του ελέφαντα».  Όμως η υγεία του έχει κλονισθεί. Πεθαίνει από κρίση διαβήτη και καρδιακή προσβολή στις 29 Αυγούστου 1956.
Μετά το θάνατό του θα εκδοθούν: «Άπαντα», τόμος 1ος  1956, ποίηση, τόμος 2ος 1957, πεζά, τόμος 3ος 1959, ποίηση από τις εκδόσεις Δίφρος,  β΄ έκδοση το 2013, «Όταν ήμουν με τον Άρη», 1965, και «Θέατρο στα βουνά», 1976, από τις εκδόσεις Θεμέλιο και η β΄ έκδοση από τις εκδόσεις Δρόμων, 2014, «Ανέκδοτα Γράμματα», 1980, (με τον Ε.Χ. Γονατά) από τις εκδόσεις Κείμενα, «Μνήμη Γιώργου Κοτζιούλα και ανέκδοτα κείμενά του», 1981, από τη Θεσσαλική Εστία, (παρουσίαση και επιμέλεια Μιχάλη Σταφυλά), «Μαρτυρίες του Γιώργου Κοτζιούλα από την περίοδο του εμφυλίου», από τις εκδόσεις Δωδώνη, 1993 ( παρουσίαση και επιμέλεια Νίκου Κοσμά), «Αγαπητέ Κοτζιούλα», 1994, (επιλογή αλληλογραφίας με λογοτέχνες, επιμέλεια Ν. Μπάλτα) από τις εκδόσεις Οδυσσέας και «Αγαπητέ Στρατή…» (αλληλογραφία  του Κοτζιούλα κ.α. με το Μυριβήλη, επιμέλεια Νίκης Λυκούργου) 2013, από τις εκδόσεις Εστία. Το 2014 εκδίδονται το «Πικρή Ζωή και άλλα πεζογραφήματα», με εξώφυλλο του Α. Φασιανού, εκδόσεις Νηρέας και το «Γ. Κοτζιούλας: Ποιήματα, με χαρακτικά του Αλέκου Φασιανού», εκδόσεις Μίμνερμος. Το 2015 εκδίδεται από τις εκδόσεις Οδυσσέας το «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει Αρχαίους Έλληνες ποιητές», ενώ εκδίδεται και η πλήρης έκδοση του «Όταν ήμουν με τον Άρη», καθώς και το “Αφιέρωμα στο Γιώργο Κοτζιούλα”, εκδόσεις Δρόμων. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ρωσικά, στα Γερμανικά, στα Πολωνικά, στα Ουγγρικά.

Για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου και της εργοβιογραφίας ευχαριστούμε θερμά τον Κώστα Κοτζιούλα.

Δευτέρα 9 Νοέμβρη 2015.