―Άξιος ο μισθός μας!... |
Όχι
ότι δεν ξέρεις τους κανόνες του «παιχνιδιού». Και ποιον θα βγάλουν στα παράθυρά
τους ξέρεις, και τι θα πει το περιμένεις, και πως θα τον προβοκάρουν, προσπαθώντας
να τον απαξιώσουν στο κοινό τους όταν δεν θα είναι «δικός» τους (γιατί κάποιες
φορές, για να κρατάνε τα προσχήματα είναι αναγκασμένοι να βγάζουν στον αέρα και
από τους «άλλους») και αυτό το ξέρεις. Ξέρεις ακόμα και τον τρόπο να το
αντιμετωπίσεις όλο αυτό, που δεν είναι άλλος καλύτερος από το να μην ανοίγεις
την τηλεόραση. Έλα όμως που κάποτε θα την ανοίξεις, και τότε…
…θα
λουστείς και εσύ τη γλίτσα τους. Κάθε φορά σε εντυπωσιάζουν με την πίστη που
δείχνουν στα αφεντικά τους και την τόσο
ανεπτυγμένη αίσθηση του καθήκοντος που τους διακρίνει. Και αν και σιχαίνεσαι το γλείψιμό
τους, που τους κάνει συχνά να γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως, διαθέτεις
―κατά πως φαίνεται― ανυπολόγιστα αποθέματα εσωτερικής δύναμης και αντοχής, και
σίγουρα ισχυρή δόση περιέργειας για το μέχρι που μπορεί να το τραβήξουν, γι' αυτό τους
κρατάς για λίγο ακόμα «στη ζωή» αφήνοντας στην άκρη το τηλεκοντρόλ.
Ο
κοστουμαρισμένος φανατικός πασόκος είναι ο εντεταλμένος να τελειώνει τη δουλειά
μέσα στα αυστηρά χρονικά περιθώρια της εκπομπής. Είναι αυτός που κάνει τις
«δύσκολες» ερωτήσεις στους αντιπολιτευόμενους και τις φιλικές στους υπουργούς
της κυβέρνησης, απευθυνόμενος προς αυτούς με το μικρό τους όνομα, ή το
χαϊδευτικό «υπουργέ μου». Σπεσιαλίστας, όταν η συζήτηση βγαίνει εκτός των
―προκαθορισμένων― «ορίων», να πετάει την μπάλα στην εξέδρα, να μην του φτάνει ο
χρόνος και να ρίχνει διαφημίσεις, ή ακόμα και να «ρίχνει» εκτός οθόνης (κατόπιν εντολής
υπουργών που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στο «πάνελ»)
«ενοχλητικούς» εργαζόμενους ή αγρότες συνδικαλιστές.
Ο
κάζουαλ δήθεν αριστερός δήθεν κουλτουριάρης, με τα μοδάτα γυαλιά, και τη γουόναμπί
ροκ θεώρηση των πραγμάτων, που κάνει συχνά ότι δεν καταλαβαίνει τις απαντήσεις των
καλεσμένων του και αρπάζεται ―και καλά― εύκολα «επί προσωπικού», είναι ο
«χιουμορίστας» της παρέας, με χιούμορ βέβαια που συνήθως μόνον αυτός
καταλαβαίνει. Είναι ο δήθεν χαλαρός τύπος που
«απλώνει» τα θέματα και περιμένει πότε θα τον επαναφέρει στην τάξη ο
παρτενέρ του, αν και κάποιες φορές δυσανασχετεί μαζί του και που και που «τσακώνονται»
κιόλας και τότε του κρατάει μούτρα μέχρι το τέλος της εκπομπής. Ώρες ώρες σου
δίνει την εντύπωση ενός καταπιεσμένου τύπου που θα προτιμούσε εκείνη την
ώρα, αντί να τον σφίγγουν τα παντελόνια πάνω στην καρέκλα και να ιδρώνει από τους προβολείς του στούντιο, να
απολαμβάνει τον ζεστό του καπουτσίνο αραχτός με την πυτζάμα στον καναπέ του
σαλονιού του παρέα με τις κυριακάτικες εφημερίδες.
Αυτή
είναι η εικόνα. Γιατί η τηλεόραση είναι πρώτα απ’ όλα εικόνα. Η ουσία τις
περισσότερες φορές βρίσκεται δίπλα ή πίσω από την εικόνα. Και η «δουλειά»
γίνεται από άψογους επαγγελματίες που αναγκαστικά υποδύονται ρόλους όντας
πρωταγωνιστές στο μεγαλύτερο «σήριαλ» (ποια «Λάμψη» καλέ, τι μου λέτε…) από
καταβολής τηλεόρασης: τη χειραγώγηση των συνειδήσεων.
Και
ενώ όλα αυτά τα κατάλαβες με τα χρόνια και τώρα πια δεν μπορούν να σε κοροϊδέψουν,
παρ’ όλ’ αυτά ανακαλύπτεις πως η προπαγάνδα δεν έχει όρια ούτε κρατά
προσχήματα. Γιατί, διάολε, ο βουλευτής Οδυσσέας Βουδούρης (που ήταν σήμερα
καλεσμένος στην εκπομπή τους για τη ΔΕΗ) είναι δικός τους, και τους διαβεβαίωσε
και «στον αέρα» ότι δεν αντιτίθεται ούτε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ούτε στις
ιδιωτικοποιήσεις (αν αποφέρουν χοντρά λεφτά), ούτε στους «επενδυτές». Γιατί να του την πέσουν τόσο «άκομψα»; Έκανε
το «λάθος» να προφέρει την απαγορευμένη λέξη «ξεπούλημα», και να την
επαναλάβει κιόλας αρκετές φορές. Για το κανάλι δεν έχει σημασία αν ο Βουδούρης
συναινεί στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, αν ο υποψήφιος «επενδυτής» καταβάλει
μεγαλύτερο τίμημα. Δεν μέτρησε για αυτούς ούτε το ότι δεν αναφέρθηκε στο ρεύμα
ως κοινωνικό αγαθό και άλλα τέτοια «ουτοπικά» που λένε συνήθως οι εκτός
πραγματικότητας κομμουνιστές. Τους ενόχλησε η λέξη «ξεπούλημα».
Σα
να τους τσίμπησε μύγα, οι «δημοσιογράφοι» δυσφόρησαν. Το έβλεπες στα πρόσωπά
τους, ειδικά του πρώτου. Συνοφρυώθηκε
και προσπάθησε δυο τρεις φορές να «επαναφέρει» τον βουλευτή, που όμως συνέχιζε να επιμένει για
ξεπούλημα. Ακόμα και ο «μοδάτος» δεν κρατήθηκε. «Αν χρησιμοποιούμε τέτοιες εκφράσεις, του
είπαν και του ξανάπαν με μια φωνή, πώς περιμένουμε να γίνουν σοβαρές επενδύσεις
στη χώρα»!!!, πριν τον «αποδεσμεύσουν». Είδα και
άλλες φορές «δημοσιογράφους» να βάζουν χέρι στους δικούς τους πολιτικούς, όμως όχι
και να τους υπαγορεύουν τις «σωστές» λέξεις. Κάπου εκεί τα ανυπολόγιστα
αποθέματά μου δύναμης και αντοχής στέρεψαν απότομα. Με κυρίευσε μια έλξη να
αποτελειώσω την ήδη ξεχαρβαλωμένη από άλλες, προηγούμενες τέτοιες στιγμές
τηλεόρασή μου. Όμως ξαφνικά εμφανίστηκαν
καινούργια αποθέματα, υπομονής αυτή τη φορά, και ―για μια ακόμα φορά― τη γλίτωσε. Ως πότε
όμως; Κανείς δεν ξέρει.
Το
βέβαιο είναι πως δεν τα έχουμε δει ακόμα όλα. Όσο οι ορέξεις των αφεντικών, αυτών των
πολιτικών και αυτών των «δημοσιογράφων», για
περισσότερο και άμεσο κέρδος θα ανοίγουν, τόσο θα υποχωρούν τα προσχήματα στον
τρόπο που ασκείται η διακυβέρνηση της χώρας και η πολιτική γενικότερα, στον
τρόπο που αντιμετωπίζονται από το κράτος οι εργαζόμενοι και οι άλλες κοινωνικές ομάδες, στον
αυταρχισμό, στην καταστολή και φυσικά στην τηλεοπτική προπαγάνδα. Επίσης και
στη γελοιότητα, με την οποία όλο και πιο συχνά τελευταία σερβίρεται η προπαγάνδα
στους «πολίτες-τηλεθεατές».
Και,
ίσως, αυτό το τελευταίο να είναι εκτός από παρήγορο και ελπιδοφόρο. Ίσως, λες, κάποια
στιγμή αρχίσει κάτι να κινείται εκεί που δεν το περιμένεις. Μπορεί να σου πάρει
μια ζωή να χτίσεις ταξική συνείδηση (και πάλι να μην τα καταφέρεις), όμως,
διάολε, την αξιοπρέπεια και το φιλότιμο δεν χρειάζονται ικανότητες και εξυπνάδα
για να τα αποχτήσεις. Φτάνει να είσαι ακόμα και να νιώσεις άνθρωπος. Και να μπορείς να
ανακαλείς μνήμες. Υπάρχει ελπίδα. Αρκεί να
μην πρόλαβες να ξεπουληθείς.
Σάββατο
5 Ιούλη 2014.