Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Οικοδόμος: Σκέψεις (με τάση εξομολογητική) με αφορμή τον 902...


Μερικές φορές «ζηλεύω» αυτούς που δεν διακρίνουν άλλα χρώματα από το άσπρο και το μαύρο. Έχοντας υιοθετήσει έναν απλουστευτικό τρόπο αντιμετώπισης των  γεγονότων και –κυρίως- των απόψεων, δεν μπαίνουν στην ψυχοφθόρο διαδικασία της βασάνου, είτε γιατί δεν θέλουν είτε  γιατί δεν μπορούν. Όταν πρόκειται για τους ταξικούς μου αντιπάλους αυτό δεν μου κάνει εντύπωση. Όταν πρόκειται για ανθρώπους της τάξης μου με στεναχωρεί. Όταν πρόκειται για συντρόφους μου, για ανθρώπους που δηλώνουν κομμουνιστές, με θλίβει. Όταν έγινε ο ντόρος με τις πρώτες απολύσεις στον Ριζοσπάστη, προτίμησα να μην εκφράσω  δημόσια την άποψή μου, για έναν και μοναδικό λόγο: για να μην υπάρξει ούτε σαν ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν κάποιοι «πρόθυμοι» τις απόψεις μου επιχειρώντας να βλάψουν το κόμμα. Δεν θάχετε άδικο αν σκεφτείτε μερικοί πως «σιγά κι έχασε η Βενετιά βελόνι που δεν μάθαμε τις απόψεις σου». Όμως, μετά τις εξελίξεις με τον 902, και επειδή η σιωπή παρερμηνεύεται πιο εύκολα από τις λέξεις, προτίμησα να βγάλω από μέσα μου όσα με απασχολούν και να τα μοιραστώ με αυτούς που ξέρω πως θα με καταλάβουν, ανεξάρτητα από το αν συμφωνήσουν ή διαφωνήσουν μαζί μου.

 
Πριν από χρόνια, πήγα να δω τη γιαγιά μου και να ζητήσω τη γνώμη της για κάτι που με απασχολούσε. Κόντευε τότε τα εκατό και η σοφία ενός ανθρώπου που πάλεψε στη ζωή και αυτή αναγνώρισε στο πρόσωπό του έναν σπουδαίο πολεμιστή, προσφέρονταν απλόχερα  κάθε που άνοιγε τα χείλη της, κάθε που άπλωνε το βλέμμα της. Αφού άκουσε τι είχα να της πω, χωρίς να τραβήξει τα μάτια της από πάνω μου, μου είπε: «άσε παιδάκι μ και τίποτα να πέσει καταΐ, τι κακό είναι αυτό μι σένα;». Μεγάλο. Σαν ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί. Σαν την κατάσταση στο κόμμα, με τις απολύσεις εργαζομένων και  το κλείσιμο «επιχειρήσεών» του (λέξη που μπορεί να εκφράζει έναν ρεαλισμό, ομολογώ όμως πως μ’ ενοχλεί στο άκουσμά της), με αποκορύφωμα την χτεσινή ανακοίνωση της ΚΕ για την πώληση του 902.

Όταν ανακοινώθηκαν οι πρώτες απολύσεις εργαζομένων στο Ριζοσπάστη, δόθηκε μια καλή ευκαιρία σε πολλούς για  να δείξουν το πραγματικό πρόσωπό τους. Πρώτ’ απ’ όλα  όσοι χάρηκαν από αυτήν την εξέλιξη.  Τους ήρθε ως μάνα εξ ουρανού το να απολύει μια «κομμουνιστική» επιχείρηση εργαζόμενους, πρόσθεσε πολεμοφόδια στο οπλοστάσιο των «επιχειρημάτων» τους, φούντωσε την αντιΚΚΕ προπαγάνδα τους και εκχυδάισε ακόμα περισσότερο τον αντικομμουνισμό τους, σε τέτοιο βαθμό που αν κάποιος έκρυβε την υπογραφή από  τις ανακοινώσεις ή την αρθρογραφία τους δεν μπορούσες εύκολα να διακρίνεις από ποιον πολιτικό χώρο προέρχονταν. Δεν μου προκαλεί εντύπωση πάντως που το μεγαλύτερο μένος, οι πιο αισχρές συκοφαντίες, η πιο κραυγαλέα αντιΚΚΕ αρθρογραφία προέρχεται από πρώην συντρόφους. Έτσι γινόταν πάντα. Όμως η «επιχειρηματολογία», δήθεν υπέρ των απολυμένων, αυτών που κάποτε πέρασαν από ψηλές θέσεις του κόμματος (διεύθυναν κιόλας επιχειρήσεις του), καταντάει αντικομμουνιστική υστερία όταν το… τρέχον κόμμα τους όχι μόνο δεν κρύβει  τις επιδιώξεις του, μα κάνει σε όλους γνωστό  ποια πολιτική θα εφαρμόσει αύριο στην ενδεχόμενη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της άρχουσας τάξης. Όταν στις διπλανές τους καρέκλες στα συνέδρια, κάθονται οι νέοι «σύντροφοί» τους, οι πρόθυμοι συνεργοί τους στη νέα επιχείρηση «αλλαγή», οι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι και τα ρετάλια της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας, που τους ξέρασε το ίδιο το σύστημα που τους ανέδειξε.

Ύστερα κάποιοι από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Διαβάζοντας πχ στο διαδίκτυο άρθρα κάποιων απολυμένων του Ριζοσπάστη  (οι οποίοι ήταν και μέλη του κόμματος πριν απολυθούν), έφτασα μέχρι το σημείο να αναρωτηθώ πως ήταν δυνατό αυτοί οι συγκεκριμένοι να ήταν μέλη του κόμματος, με ποια κριτήρια τέλος πάντων γίνεται κάποιος μέλος του ΚΚΕ και αν υπάρχουν και άλλα μέλη σαν αυτούς, που όταν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία θα δείξουν, σε μας τους απ’ έξω, την «κομματικότητά» τους… Η «εξέλιξή» τους βέβαια και η μόνιμα αντιΚΚΕ αρθρογραφία τους στη συνέχεια στα «γνωστά» μπλογκς και σε κάποιες ιστοσελίδες του ΣΥΡΙΖΑ, ήρθε να επισφραγίσει με τον πιο θεαματικό τρόπο και τις τελευταίες αμφιβολίες που μπορεί να είχε κάποιος καλοπροαίρετα σκεφτόμενος, για το αν η αντίδρασή τους οφειλόταν στο θιγμένο «δίκιο του εργάτη», στο «γινάτι» απέναντι στο κόμμα-εργοδότη τους ή υπήρχαν και άλλα αίτια…

Δεν αντέδρασαν όλοι οι απολυμένοι με αυτόν τον τρόπο. Όμως το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε κάποιους συντρόφους με τοποθετήσεις τους σε μπλογκς (άρθρα και σχόλια) να πάρουν το τσουβάλι και να τους ρίξουν όλους μέσα. Να κουνάνε το δάχτυλο στους εργαζόμενους, σε στυλ «ξέρετε που ήρθατε να δουλέψετε ρε», να τους κατηγορούν για αντικομματική συμπεριφορά  επειδή ζήτησαν τους μισθούς τους (δηλαδή ήταν κομματική η συμπεριφορά τους όσο καιρό δούλευαν απλήρωτοι;), να χρησιμοποιούν –κάποιες φορές- έναν απίστευτο κυνισμό στην επιχειρηματολογία τους, έχοντας πάντως –το αναγνωρίζω αυτό- την πρόθεση να υποστηρίξουν το κόμμα, λες όμως και το κόμμα είναι κάτι απρόσωπο, λες και αυτοί οι εργαζόμενοι που έμειναν απλήρωτοι ή βρέθηκαν στο δρόμο, δεν είναι (ή ήταν μέχρι πριν λίγο) ένα κομμάτι αυτού του κόμματος. Γράφτηκαν πολλές διακηρύξεις  –κυρίως- και γενικολογίες, που εστίαζαν -έστω και με λαθεμένη προσέγγιση- στην πολιτική-κομματική πλευρά του ζητήματος. Όμως υπάρχει και η ανθρώπινη πλευρά.  Είναι τα  καθημερινά, τα «συνηθισμένα», τα μικρά ή τα μεγάλα, αυτά που συνθέτουν τη ζωή, του καθένα ξεχωριστά και, όλων μας.

Αναρωτήθηκε κανείς για παράδειγμα αν μπορεί κάποιος εργαζόμενος να ζήσει χωρίς μισθό για μήνες, ειδικά αν δεν έχει και άλλα εισοδήματα, ή για πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να δουλεύει χωρίς μισθό, όταν βάλλεται η ίδια η επιβίωσή του;  Αναρωτήθηκε μήπως κανείς για τις συνθήκες που διαμορφώνονται (εργασιακές, προσωπικές, ψυχολογικές, οικογενειακές) ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και τις οποίες καλείται ο απλήρωτος εργαζόμενος να συνηθίσει, να ζήσει με αυτές, και  να λειτουργήσει ως σύζυγος, ως γονιός, ως επαγγελματίας και ως αυτόνομη προσωπικότητα; Μήπως ξέρουν αυτοί που με ευκολία αφορίζουν, πώς είναι να κρύβεσαι από την τράπεζα που ζητάει τις απλήρωτες δόσεις του στεγαστικού σου; Πώς είναι να χρωστάς το φροντιστήριο του παιδιού σου; Πώς είναι να κάνεις τράκα στη σύνταξη του πατέρα και της μάνας σου για να πας στο σουπερμάρκετ;  Προσπάθησε ποτέ ο αυστηρός κριτής να μπει στο πετσί αυτού που κρίνει, να φανταστεί πώς νιώθει αυτός ο άνθρωπος όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, πώς  συναναστρέφεται με την οικογένειά του και  τους γύρω του, τι λέει στα παιδιά του, αν διαθέτει και για πόσο ακόμα τις αντοχές να στέκεται όρθιος με αξιοπρέπεια, αν χρειάζεται κάποια στήριξη; Και στο κάτω κάτω σκέφτηκε κανείς από τους κριτές, πως την ίδια στιγμή υπάρχουν και εργαζόμενοι που παραμένουν στις επιχειρήσεις του κόμματος, και εργάζονται χωρίς να πληρώνονται, αλλά  δεν κρεμάνε στα μανταλάκια το πως περνάνε, το πως ζούνε, και υπερβαίνουν τους εαυτούς τους για να βγει η εφημερίδα, να «τρέξει» το πόρταλ κλπ; Αυτοί μέχρι πότε «πρέπει» να αντέχουν; Είναι καλοί σύντροφοι όσο συνεχίζουν και θα γίνουν εχθροί μόλις πάψουν να αντέχουν; Για όλα τα παραπάνω δεν υπήρξαν αναφορές, ίσως γιατί κάποιοι αρέσκονται στη συνθηματολογία, που κάνει περισσότερο θόρυβο. Ίσως γιατί η ενέργεια που δίνουν στην αντιμετώπιση του ταξικού-ιδεολογικού εχθρού δεν τους αφήνει χώρο να σκεφτούν για τα «ενδότερα».  Ίσως γιατί αυτές τις καταστάσεις τις θεωρούν ασήμαντους συναισθηματισμούς, ειδικά όταν αφορούν τρίτα πρόσωπα και όχι τους ίδιους... Όμως αυτά δεν πρέπει να τα βλέπουμε ξεχωριστά ή σε αντιπαράθεση με το κόμμα.

Γράφεται συχνά πως το κόμμα δεν είναι ένας οποιοδήποτε εργοδότης, πως οι επιχειρήσεις του δεν δημιουργήθηκαν για να παράγουν και να συσσωρεύουν κέρδη. Συμφωνώ. Θέλω να είμαι ειλικρινής. Αυτό το ζήτημα με τις επιχειρήσεις του κόμματος το αντιμετώπιζα πάντα σαν έναν γόρδιο δεσμό που ποτέ δεν κατάφερα να τον λύσω μέσα μου. Σαν ένα ασήκωτο βαρίδι. Η φράση «επιχειρήσεις του κόμματος» με ενοχλεί. Όμως πατάω στη γη.

Χρειάζεται το κόμμα δικά του μέσα για να προπαγανδίζει τις θέσεις του, πόσο μάλλον όταν χτυπιέται από το σύστημα και αποσιωπούνται ή κατασυκοφαντούνται οι απόψεις του; Χρειάζεται. Είναι αρκετή η εφημερίδα; Κάποτε ήταν, σήμερα προφανώς όχι. Άρα χρειάζονται και άλλα έντυπα. Ναι. Που θα εκδώσουμε σαν κόμμα τα έντυπά μας; Στον κάθε καπιταλιστή που μπορεί να μας εκμεταλλευτεί; Αν αποχτήσουμε τις δυνατότητες γιατί να μη φτιάξουμε ένα δικό μας τυπογραφείο; Να το φτιάξουμε. Φτάνουν όμως σήμερα, στην εποχή της εικόνας και της ταχύτητας της πληροφορίας τα έντυπα για να μεταφέρουν τη φωνή του κόμματος; Σίγουρα όχι. Θα βοηθούσε ένα δικό του ραδιόφωνο και, αν είναι δυνατό, μια τηλεόραση;   Δεν θέλει ρώτημα. Να τα φτιάξουμε κι αυτά. Όπως νωρίτερα φτιάξαμε τα γραφεία μας, για να είναι δικά μας και να μη μπορεί κανένας μεγαλοϊδιοκτήτης καπιταλιστής να μας εκβιάζει με ενοίκια, εξώσεις  και άλλα τέτοια. Όπως χρειάστηκε να τοποθετηθούν κομματικά μέλη και στελέχη για να ασχοληθούν αποκλειστικά με νέες αρμοδιότητες και υπηρεσίες που συνεχώς ανέκυπταν από τα πράγματα, και έτσι δημιουργήθηκαν τα επαγγελματικά στελέχη. Και με την συνεισφορά των εργαζομένων και του απλού λαού, τα κόκκινα μεροκάματα των συντρόφων και το μπλοκάκι με τα κουπόνια του ενθουσιασμού των ΚΝιτών, φτάνεις σαν κόμμα να έχεις στην κατοχή σου έναν αριθμό επιχειρήσεων-εταιρειών (και όσο το τραβάς αυτό πάει) και να απασχολείς έναν αριθμό εργαζομένων που, για αντικειμενικούς λόγους, δεν είναι όλοι κομματικά μέλη. Είναι όμως εργαζόμενοι και εσύ το κόμμα είσαι ο εργοδότης τους.

Και όταν παρουσιαστούν τα δύσκολα (οικονομική κρίση) «ζορίζεσαι» γιατί πράγματι δεν είσαι σαν τους άλλους εργοδότες, άλλο αν έρχονται  οι συνήθεις «αριστεροί»  (κυρίως πρώην στελέχη σου, που σήμερα λυσσασμένα σε πολεμούν)  και με απύθμενη υποκρισία σε βάζουν στο ίδιο τσουβάλι με τον κάθε καπιταλιστή που κλείνει ή μεταφέρει την επιχείρησή του για να διασφαλίσει ή να αυγατίσει τα κέρδη του, που κρατάει απλήρωτους ή απολύει τους εργαζόμενούς του κλπ. Και αυτήν την «επιχειρηματολογία» την υιοθετούν πολλοί, πάρα πολλοί  που δεν έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν τη διαφορά, ενώ δεν αντιμετωπίζουν την ίδια δυσκολία όταν καταπίνουν αμάσητη την βρώμικη αντικομμουνιστική προπαγάνδα. (Όταν κάποτε από αυτόν εδώ τον χώρο χαρακτηρίσαμε του φορείς αυτού του είδους αντικομμουνισμού ως «αριστερά ασπόνδυλα», κάποιοι «φίλοι» του ιστολογίου μας έκοψαν από τότε την καλημέρα).

Και καταγγέλουν, οι αδίστακτοι, που δήθεν κόπτονται για την «ενότητα της αριστεράς», το ΚΚΕ ως κόμμα «συστημικό», που σαν «κυνικός» και «αδίστακτος» εργοδότης «ξεπουλάει» τις επιχειρήσεις του στους καπιταλιστές και δεν νοιάζεται για τους εργαζόμενούς του. Ξέροντας πολύ καλά οι ξεφτιλισμένοι υποκριτές για τι είδους επιχειρήσεις πρόκειται, και πως νησίδες σοσιαλιστικής διαχείρισης δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα στο  καπιταλιστικό σύστημα. Ξέροντας επίσης απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη (άλλο αν κάποια στιγμή οι ίδιοι συνθηκολόγησαν κι εγκατέλειψαν την ταξική πάλη) πως αδίστακτος και κυνικός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός, το σύστημα που καθορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία κινείται η οικονομία (άρα και το πως λειτουργούν οι επιχειρήσεις). Κάτι που ασφαλώς ήξερε και το κόμμα όταν οδηγούμενο από τις ανάγκες ή, ίσως, κάποιες φορές, οδηγώντας το ίδιο τις ανάγκες του (ενδεχομένως λάθος εκτιμήσεις ή χειρισμοί), τις δημιουργούσε.   Χωρίς να δίνει την πρέπουσα σημασία, και βάζοντας αρνητικό πρόσημο στις νέες τεχνολογίες και τη δύναμη του διαδικτύου. Μπορεί να  εμφανίστηκε διαδικτυακά πρώτος ο Ριζοσπάστης, αλλά το πόρταλ άργησε πάρα πολύ να δημιουργηθεί, ενώ την ίδια στιγμή το κόμμα αιμορραγούσε οικονομικά σε ένα τηλεοπτικό κανάλι που -αν το κρίνουμε συνολικά στα χρόνια της λειτουργίας του- δεν κατάφερε να σταθεί  αντάξιο του ΚΚΕ και της ιστορίας του, ούτε της αποστολής του, από νωρίτερα της εμφάνισης της «κρίσης». Ναι, είπαμε και παραπάνω πως μια επιχείρηση δεν μπορεί να λειτουργήσει «σοσιαλιστικά» μέσα στον καπιταλισμό. Όμως είναι προτιμότερο να μην έχεις ό,τι και οι «άλλοι» αν δεν μπορείς ή αν δεν σου το επιτρέπουν οι συνθήκες να το κουμαντάρεις όπως «πρέπει», παρά να εξαναγκάζεσαι (από τις ίδιες τις συνθήκες) στο τέλος να κάνεις ό,τι και οι «άλλοι».

Για να φτάσουμε σταδιακά μέσα από μια άρρωστη κατάσταση που αποδυνάμωσε το κόμμα, που δεχόμαστε «κατά ριπάς» την αντικομμουνιστική προπαγάνδα, από την θεωρία των δύο άκρων μέχρι την «άρνηση» της συμμετοχής σε μια «αριστερή» κυβέρνηση, και λίγο μετά την ένδοξη αναλαμπή με τα γεγονότα της ΕΡΤ, στην  ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για τον «902», που εμάς που δεν είχαμε τη δυνατότητα να… έχουμε ενημέρωση «από τα μέσα» για τις εξελίξεις, αν και βλέπαμε πως δεν τραβάει το πράγμα, η χρονική στιγμή μας ξάφνιασε. Όσο αφορά την επιχειρηματική πλευρά, ήταν αναπόφευκτο να συμβεί κάτι τέτοιο και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο δεν γνωρίζει ή κάνει πως δεν γνωρίζει τους κανόνες της «ελεύθερης αγοράς». Εδώ θα πρέπει να ξεχωρίσω το ραδιόφωνο από την τηλεόραση. Η δεύτερη δεν θα μου λείψει και υποστήριζα πάντα (οι σύντροφοι που συζητάμε το ξέρουν) πως έπρεπε να έχει κλείσει από παλιά. Έστω και αργοπορημένα, το κόμμα έδωσε μια λύση. Το ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι ο πωλητής, μέσα στις ζημιές του, να είναι σε θέση να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν καλύτερους όρους από αυτή τη λύση. Εμπιστεύομαι το κόμμα σ’ αυτό: «Η σημερινή οικονομική κατάσταση της Ραδιοτηλεοπτικής δεν μπορεί να εξασφαλίσει πλέον τη λειτουργία του σταθμού και την αντιμετώπιση συσσωρευμένων οικονομικών προβλημάτων. Δεν είναι σε θέση και δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στους εργαζόμενους και τα ασφαλιστικά Ταμεία. Υπήρξε τελικά δυνατότητα πώλησης και καταλήξαμε να δοθεί αυτή η λύση, ώστε να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις του σταθμού.» γράφει ξεκάθαρα η ανακοίνωση της ΚΕ. Κάποιοι έσπευσαν να ευχηθούν «σε καλή μεριά». Κάποιοι άλλοι κατηγόρησαν το κόμμα ότι «ξεπουλάει» στους καπιταλιστές. Κάποιοι τους ξεχώρισαν κιόλας (τους καπιταλιστές) σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς...

Για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Αυτοί που έχουν τα λεφτά και μπορούν να αγοράσουν ένα κανάλι είναι οι καπιταλιστές και οι καπιταλιστές δεν ξεχωρίζουν σε καλούς ή κακούς όπως προσπαθεί να μας πείσει ο «Τσιπρέου». Κάποιοι δεν θέλουν και κάποιοι άλλοι δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν πως τα λεφτά που μπαίνουν στο κόμμα, επιστρέφουν στο λαό. Από τους Κουρήδες και τα «κότερα» του Χαρίλαου, μέχρι τα σαίνια που ανακάλυψαν την «πλούσια» Αλέκα και ποιος ξέρει τι άλλο θα «ανακαλύψουν» αύριο για τον Κουτσούμπα, όλοι έσπασαν τα μούτρα τους μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα που είναι γνωστή πρώτα απ’ όλους στα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ: όποιος μπαίνει σε αυτό το κόμμα μπαίνει για να δώσει και όχι για να πάρει. Το ζητούμενο από δω και στο εξής είναι με τα χρήματα από τον 902 το κόμμα να κλείσει τις εκκρεμότητες με εργαζόμενους και ασφαλιστικά ταμεία, να βοηθήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση όσοι εργαζόμενοι (πρώτα οι κομμουνιστές) έχουν τη δυνατότητα  και όσοι θέλουν να το κάνουν και να σημάνει επιτέλους η σάλπιγγα της ανασύνταξης.

Τον τελευταίο καιρό στα πλαίσια μιας έρευνας περιηγήθηκα σε εκατοντάδες φύλλα εφημερίδων της εποχής του εμφυλίου, μεταξύ αυτών ο Ριζοσπάστης και ο Ρίζος της Δευτέρας. Πεποίθησή μου είναι πως ένας ακόμα καλύτερα «εξοπλισμένος»  Ριζοσπάστης σήμερα, σε συνδυασμό με το εξαιρετικό πόρταλ και το ανέβασμα του ιδεολογικού επιπέδου των μελών και των φίλων, μπορούν να αναστρέψουν το αρνητικό κλίμα στην κοινωνία και  να καλυφτεί το χαμένο έδαφος. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη ν' ακουμπήσουν σε ένα ΚΚΕ ακόμα πιο ποιοτικό, ακόμα πιο δυνατό, περισσότερο  αποτελεσματικό. Είμαστε πολλοί οι διατεθειμένοι να βοηθήσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση.

ΥΓ. Από όλη αυτή την υπόθεση μπορεί και πρέπει να βγάλει ο καθένας μας  αρκετά συμπεράσματα. Και πρώτ’ απ’ όλους -το πιστεύω- το κόμμα.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013