Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Ζωή μισή

Στην αίθουσα αναμονής το φως είναι λιγοστό. Κάνει κρύο. Ένας ξύλινος ξεθωριασμένος καναπές απέναντι από τη βαριά πόρτα του χειρουργείου. Κάθε τόσο η πόρτα ανοίγει και κλείνει προκαλώντας έναν ξερό, απάνθρωπο θόρυβο. Μια νοσοκόμα βγαίνει τρέχοντας. Μετά από λίγο επιστρέφει. Ο ίδιος θόρυβος. Στη μια άκρη του καναπέ κάθεται μια γυναίκα.  Έχει σκύψει το κεφάλι ανάμεσα στα δυο της χέρια και κλαίει. Ένα κλάμα σιγανό, βαθύ, μονότονο. Στο άνοιγμα της πόρτας τινάζεται με αγωνία, για να σκύψει ξανά μετά από λίγο. Που και που στρέφει το βλέμμα της στο στρογγυλό ρολόι του τοίχου. Ο χρόνος δεν καταλαβαίνει, δεν τη συμπονά. Οι λεπτοδείκτες γυρνούν αργά, βασανιστικά, ψυχρά. Σκύβει το κεφάλι ξανά. Κλαίει και περιμένει. Αν μπορούσε να κάνει κάτι… να γυρίσει πίσω το χρόνο… ν’ αλλάξει  το χάρτη… τα ονόματα… να σβήσει το γραμμένο… Να πάρει τη θέση του, ν’ ανταλλάξουν ρόλους. Ας της πάρουν οτιδήποτε… όλα…  να τα δώσει… να τα προσφέρει… σ’ αυτόν! Αρκεί να της δώσουν μια ελπίδα… μόνο μια ελπίδα…  Περιμένει. Ένα κορμί αδύναμο, αδειανό, τσακισμένο. Δεν μπορεί  παρά να περιμένει…

----------

Άνοιξε τα μάτια του λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και ψηλαφώντας βγήκε απ’ το δωμάτιο. Άναψε το φως στο χωλάκι και ξαναμπήκε. Απ’ το κλειστό παράθυρο σφύριζε  ο  αέρας. Μέσα Φλεβάρη, ο χειμώνας βαρύς. Κοίταξε προς τη μεριά της γυναίκας κι αυτή σαν να το κατάλαβε, τέντωσε το κορμί και ανασήκωσε την κουβέρτα. «Να σηκωθώ… να βάλω καφέ…». Κάθε μέρα, την ίδια ακριβώς ώρα, ο ίδιος διάλογος. «Κοιμήσου αγάπη μου… είναι νωρίς». Πέρασε από την κούνια του μικρού. Χάιδεψε το κεφαλάκι του. Έσκυψε κι ακούμπησε ένα φιλί. Είκοσι τόσα χρόνια μαζί. Φοιτητριούλα η κυρά τότε, τελειόφοιτη της Νομικής. Γνωρίστηκαν στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Απ’ έξω. Στη μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου η  αστυνομία χτύπησε τους διαδηλωτές πολύ άσχημα. Δεν μπορούσε ν’ ανασάνει από τον πόνο. Απ’ το κεφάλι της κύλαγε  αίμα όταν χώθηκε στο μπλοκ των οικοδόμων. Από τότε έμεινε χωμένη στην αγκαλιά του. Δυο κοπελάρες μέχρι κει πάνω κι ένα παλληκαράκι ξεπήδησαν απ’ αυτή την αγκαλιά.

Κοίταξε στον καθρέφτη του μπάνιου ξύνοντας το πρόσωπό του. Έσκυψε λίγο το κεφάλι κάτω από το φως της λάμπας και είδε έναν κουρασμένο γκριζομάλλη. Τον κοίταζε   κατάματα. Έμειναν για λίγο ακίνητοι και οι δυο να κοιτάζονται. Απ’ την ανάσα του το τζάμι θάμπωσε. Το κρύο νερό που έριξε στο πρόσωπό του, έδιωξε για λίγο τις κακές σκέψεις.  Έβαλε το μπρίκι στη φωτιά. Απ’ το διάδρομο κοίταξε τα κορίτσια στα κρεβάτια τους. Στο λίγο φως που περνούσε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, μπόρεσε να διακρίνει τις ανάσες τους. «Καλό ταξίδι, να προσέχεις…». Ζύγωσε κι έσιαξε λίγο τα σκεπάσματα. Η μεγάλη θα ταξιδέψει αργότερα με την τάξη της. Τετραήμερη εκδρομή στη Ρόδο.

Μόλις πρόλαβε τον καφέ που φούσκωσε, να μη χυθεί. Έκατσε στο τραπέζι σκυθρωπός κι άναψε ένα τσιγάρο. Έβγαλε από την τσέπη τρία τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και λίγα κέρματα. Στο μυαλό του έκοβαν βόλτες οι αριθμοί, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, οι πράξεις δεν έβγαιναν. Τόσα για την κυρά, τόσα για το κορίτσι… να πάρει μαζί του στην εκδρομή, τόσα… Σταμάτησε τους υπολογισμούς μόλις έφτασε στο νοίκι. Δεν είχε νόημα. Όσες φορές και να τα μετρήσει… Χώρισε τα χαρτονομίσματα πάνω στον στρωμένο μουσαμά με τα λουλούδια. Ένα για την κυρά και δυο για το κορίτσι, έριξε τα κέρματα πίσω στην τσέπη και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά καπνού. Δυο βιαστικές τζούρες καφέ στο όρθιο, πήρε τη σακούλα με το προσφάι και έκλεισε την πόρτα πίσω του…

Έξω δεν υπήρχε ψυχή. Νύχτα. Ο αέρας χτυπούσε το χιονόνερο με δύναμη στο πρόσωπό του. Περπατούσε βιαστικά προς τη στάση του λεωφορείου, κρατώντας το αναμμένο τσιγάρο κλεισμένο στη χούφτα. Οι κακές σκέψεις γύρισαν κι έστησαν χορό στο κεφάλι του. «Αγαπητέ, ως πότε αυτό το ενοίκιο, περιμένω… περιμένω… έχω οικογένεια, παιδιά…». Θα τον παρακαλέσω να κάνει υπομονή, λίγο ακόμα. Έτσι και βρω μεροκάματο…  μόλις δουλέψω μια βδομάδα θα του δώσω κάμποσα. Μόνο να βρω δουλειά…  αυτό μόνο. «Αγαπητέ, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ αυτό. Θα με αναγκάσεις να σου συμπεριφερθώ διαφορετικά… δεν το θέλω, αλλά…». Θα πέσω στα πόδια του…  στην ανάγκη… άνθρωπος είναι… θα με καταλάβει… Λίγη ακόμα υπομονή… Πρόλαβε και πήδηξε στα σκαλοπάτια του λεωφορείου την ώρα που έκλεινε η πόρτα.

Η μεγάλη πόλη ξυπνά σιγά σιγά στην καθημερινότητά της. Παντού γύρω,  πόδια βιαστικά, πρόσωπα σκυμμένα, χέρια στις τσέπες. Στάθηκε έξω από τη μεγάλη τζαμαρία του καφενείου. Η πλατεία γεμάτη από οικοδόμους. Χαιρέτησε ένα συνάδελφο που πέρασε από μπροστά του. Μ’ ένα νόημα αρνήθηκε το κέρασμα του καφέ. Αύριο θα ερχόταν η σειρά του... Το κρύο τσουχτερό, τα πόδια παγώνουν. Τέσσερις μήνες, μπήκε στον πέμπτο, χωρίς μεροκάματο. Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο, το ίδιο ξεροστάλιασμα στην πιάτσα, η ίδια σφαλιάρα. Αυτός…  που σήκωνε τα τσιμέντα δυο-δυο, που πήδαγε μες στο χαρμάνι με την τσάπα και το φτιάρι και γύρναγε τον κόσμο ανάποδα… να τη βγάζει τώρα με μικροθελήματα κι ελεημοσύνες απ’ τη γριά μάνα του… Δεν αντέχει στη σκέψη  πως θα γυρίσει πάλι, πριν το μεσημέρι, στο σπίτι. Ξαφνικά, μια μικρή αναταραχή. Ένα σμάρι οικοδόμοι γύρω από δυο εργολάβους.
-Τρία μυστριά… καλά… να βγάζουν μέτρα… περασιές… καλές. Απογοητεύτηκε…  Συνάδελφος σπρώχνει το συνάδελφο, γίνονται ένα κουβάρι, δεν λείπουν οι αψιμαχίες.
-Εγώ…
-Είμαι καλός…
-Εμένα πάρε… μαστρο-Μήτσος…
-Εσύ… εεεεσύ… και…. έλα κι εσύ…
Έκανε μερικά βήματα πίσω με τα φτερά κομμένα  κι έκανε να πιάσει  το πακέτο στην τσέπη.
-Και δυο εργάτες, δυνατούς… για ντενεκέ… κουβάλημα… Αν είναι καλοί, έχει δουλειά,  μπορεί και μέχρι το Πάσχα…
Αυτό ήταν! Δίνει μια, λες σαν να πέταξε πάνω απ’ όλους τους άλλους και  στάθηκε αποφασισμένος μπροστά στον εργολάβο, σε στάση προσοχής.
-Εμένα ψάχνεις. Είμαι αυτός που ζητάς!
Ο εργολάβος τον κοίταξε, από τις μύτες των παπουτσιών μέχρι τα μαλλιά, δυο φορές. Κανονική επιθεώρηση, όπως κάνουν στο στρατό.
-Είναι τρεις σκάλες… γερανάκι δεν υπάρχει… τόσα δίνω...

Αφού ξεπροβόδισε τις μεγάλες για το σχολείο, μπήκε στο σπίτι κι έσκυψε ν’ ανάψει φωτιά. Μια σόμπα υγραερίου για τρία δωμάτια. Την πρόλαβε το κλάμα του μικρού. «Τώρα… τώρα…». Τ’ όνειρό της ήταν να γίνει γιατρός, καρδιολόγος. Η ψυχή της ταξίδευε μακριά, έξω από σύνορα. Ήθελε να είναι εκεί, κοντά  στην ανάγκη, στη  φτώχεια, στη δυστυχία. Κάτω απ’ τη λάμπα ενός χειρουργείου, να κρατά στα χέρια της μια λαβωμένη ζωή, να κάνει τα πάντα, να βάζει κι απ’ τη δική της, να την δίνει πίσω ζωντανή. Ο πατέρας της διαφωνούσε.  «Έγκριτος νομικός». Τεχνίτης του λόγου, καλός «ηθοποιός», κοφτερό μυαλό και… χωρίς αναστολές… κυρίως αυτό. Επιτυχημένος…
Η «επιτυχία» αυτή δεν χωρούσε στο σπίτι όταν επέστρεφε από το γραφείο. Με την κόρη του ήταν συνέχεια στα μαχαίρια. Δεν σήκωνε παραλλαγές στο μέλλον που της είχε σχεδιάσει. Το καλύτερο πανεπιστήμιο, Αμερική ή έστω Αγγλία, μεταπτυχιακές σπουδές, μια θέση στο γραφείο του αύριο και όταν θα ‘ρχόταν η ώρα… αυτή στη θέση του, μεγάλη και τρανή. Δεν της το συγχώρεσε ποτέ που δεν τον άκουσε. Με τον καιρό μαλάκωσε λίγο. Όταν όμως, αργότερα, έμαθε πως μπλέχτηκε με τα συνδικαλιστικά στην Ιατρική σχολή, έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. «Πήγε κι έγινε ένα με τους λεχρίτες, η κόρη η δική μου… μαζί με τους λεχρίτες!». Επιστήμων άνθρωπος… μεγαλοδικηγόρος… έτσι αποκαλούσε τους κομμουνιστές… Οι καυγάδες τους συχνοί. Στα επιχειρήματά της δεν μπορούσε ν’ απαντήσει, παρά μόνο με φωνές και γενικόλογους αφορισμούς. Η μάνα αμέτοχη, ταξίδευε σ’ έναν κόσμο όλον δικό της. Όταν τους ανακοίνωσε τη σχέση της με το νεαρό οικοδόμο… είχε περάσει το όριο… Πάνω στον καβγά ο πατέρας τέντωσε το σκοινί. Την ανάγκασε να διαλέξει. Κι αυτή το τράβηξε…

«Λάσπηηη… τούβλααα…  άιντε λεβέντη μου…» ο μάστοράς του φωνάζει. Ανεβαίνει τα σκαλιά σχεδόν δυο-δυο για να προλάβει, η απόσταση μεγάλη. Πρέπει να βγουν τα μέτρα. Ξεσυνήθισε  τόσο καιρό. Ο ντενεκές του κόβει τον ώμο, ματώνει. Τα πόδια βαραίνουν όσο περνάει η ώρα. Ο ιδρώτας δεν προλαβαίνει να στεγνώσει. Η ανάσα δυσκολεύεται να βγει. Το κρύο κάνει τα ρουθούνια να τσούζουν. Κοντοστέκεται… η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Στο μυαλό του αυτή τη στιγμή χωράει μόνο το Σάββατο.  Η σκέψη του βδομαδιάτικου δίνει φτερά στα πόδια και την ψυχή. Κουβαλώντας πότε λάσπη και πότε τούβλα, πιάνει τους αριθμούς, τους βάζει στη σειρά, κάνει τους λογαριασμούς του. Με το πρώτο βδομαδιάτικο θα γέμιζαν το ντουλάπι, με το δεύτερο θα ξεπλήρωναν ένα νοίκι, με το τρίτο θα επέστρεφαν  κάμποσα απ’ τα δανεικά στη μάνα, με το…  «Εκείνο το παιδί να μπήκε στο καράβι;».

Τα ιδρωμένα πρόσωπα των οικοδόμων αχνίζουν γύρω στη δυνατή φωτιά. Ξέπλυνε τα χέρια του στο βαρέλι κι έκατσε πάνω σε δυο   τούβλα. Απ’ τη σακούλα έβγαλε μια μπουκιά τυρί και λίγο ψωμί. Ο εργολάβος τους πέτυχε στο τσιγάρο.
-Πως πάμε παιδιά; κρύο εεε;
Κάνει μια βόλτα στον όροφο, δεν έχει όρεξη για πολλά και το δείχνει.
-Περικλή, κανονίστε, αυτό το μάτι να τελειώσει σήμερα… σβέλτα, να μαζευτούμε… αν με ζητήσει κανείς… στο καφενείο.
-Αφεντικό… να σου πω, τον έφτασε στο φορτηγό, να… ξέρεις… δεν είπαμε για τα ένσημα…
-Τα ένσημα; τον κοιτάζει ο εργολάβος, δήθεν απορημένος.
-Ίσα για το βιβλιάριο, αφεντικό… δεν θέλω πολλά… για την κυρά και τα παιδιά, χτύπα ξύλο… μη συμβεί κάτι…
Του το ξέκοψε. Αν θέλει ένσημα να ψάξει αλλού για δουλειά. Θα πάρει άλλον, τόσοι και τόσοι τον παρακαλάνε. Αυτά που ήξερε να τα ξεχάσει. Οι συνθήκες άλλαξαν. Τώρα τους όρους τους βάζει αυτός. Όποιος «τ’ ανακατεύει»… φεύγει.

Κοντεύει το σχόλασμα. Τα μαστόρια φορτσάρουν να βάλουν τη λάσπη. Ο Περικλής τον φώναξε να πάει κοντά.
-Τ’ αφεντικό μου ‘δωσε αυτά.
Απλώνει διστακτικά το χέρι και παίρνει τα λεφτά.
-Μα… γιατί;
-Τι του ‘κανες ρε; Μου ‘πε να σου πω να μην έρθεις αύριο…
Άρπαξε μια ντάνα τούβλα βιαστικά… ο μάστορας φώναζε. Μέσα του άδειασε.  Μόνο ένας κόμπος σκληρός σαν πέτρα, ανέβαινε και τον πίεζε στο λαιμό. Ξεφορτώθηκε κι άναψε ένα τσιγάρο. Έπιασε τα σκαλοπάτια. Τα μάτια του γέμισαν μαύρα σύννεφα,  γεμάτα βροχή. Θυμήθηκε… Παλιά οι δουλειές πολλές, μεροκάματο κάθε μέρα, δεν τους έλειπε τίποτα. Ήταν νέοι… πιο νέοι και τα παιδιά μικρά, τα δυο κορίτσια… Ο λεβεντάκος ήρθε μετά… Τ’  απογεύματα η κυρά τον περίμενε. Θυμήθηκε εκείνη την ποδιά που φορούσε, με το κέντημα στο στήθος. Το τραπέζι στρωμένο, δυο πιάτα, δυο ποτήρια, δυο φιλιά… Να πέσει δυο ώρες… Εκείνη έμπαινε πάντα μπροστά, να μην ακουστούν τα παιδιά… «Τσιμουδιά… ο μπαμπάς είναι κουρασμένος»… να κοιμηθεί μια στάλα! Και τις Κυριακές… τα πρωινά στο μπαλκόνι από νωρίς, με καφέ κι εφημερίδα. Τα παιδιά να κοιμούνται… το ραδιάκι να παίζει σιγανά, Καζαντζίδη… Η κυρά να ποτίζει τις γλάστρες… Με το λάστιχο να πλένει τα μωσαϊκά… Μέσα στα νερά… θυμήθηκε τα όμορφα πόδια της, τις  σαγιονάρες με το «βε» και τη μαργαρίτα από πάνω… Το νερό πιτσίλισε την εφημερίδα… γέλια… «αχ και σε πιάσω»… γέλια… Στο δωμάτιο των παιδιών, να τα ξυπνάει  με  τραγούδι… «Έλα μπαμπάαα… λίγο ακόμα»… Κι η μυρωδιά του ψητού κοτόπουλου… τα ποτήρια που τσουγγρίζουν… πειράγματα, χαμόγελα…  κόκκινα μάγουλα, λαμπερά μάτια… γύρω απ’ το τραπέζι διάφανα όνειρα… «Πως γίναμε έτσι ρε γαμώτο…».

Τα μαύρα σύννεφα άνοιξαν. Στέκεται όρθιος δίπλα στο φανάρι της σκάλας. Στο απέναντι χτισμένο «μάτι» μια μεγάλη οθόνη. Βλέπει μέσα το μάστορά του, δεν έχει λάσπη. Ο ήχος του μυστριού,  που χτυπάει στην άδεια σκάφη, δεν φτάνει στ’ αφτιά του. Τα χείλη του  ανοιγοκλείνουν, τα χέρια του κινούνται. Δεν τον ακούει. Βλέπει μόνο την εικόνα. Στην οθόνη τώρα  ξεπροβάλουν χωράφια, χέρσα γη και μπόλικη πέτρα. Εργάτες στη σειρά. Άλλος σπάει με τη βαριά, άλλος κουβαλάει, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Τσαπιά  και ιδρώτας ανεβαίνουν στον ουρανό και πέφτουν με δύναμη στη γη. Δυο μεγάλα ιδρωμένα μάτια τον κοιτάζουν… Είναι το παρελθόν. Οι σκηνές εναλλάσσονται στην οθόνη. Μια πολύβουη πόλη, ένας δρόμος, ένα γιαπί. Σε μια ατέλειωτη αλυσίδα οι εργάτες ανεβαίνουν στις σκαλωσιές. Έχουν φορτωμένες τις πλάτες τους  με υλικά. Χτίζουν το παρόν. Ανάμεσά τους, δυο ιδρωμένα μεγάλα μάτια… τον κοιτάζουν.  Και μετά, μια πλατεία γεμάτη κόσμο. Φωνάζουν μα αυτός δεν ακούει τι λένε. Χέρια υψωμένα, σφιγμένα δάχτυλα, πλακάτ, γροθιές, σημαίες, φλέβες φουσκωμένες… Το παρόν διεκδικεί. Μέσα από το πλήθος τα δυο μεγάλα ιδρωμένα μάτια γυρίζουν και τον κοιτάζουν. Τα καρέ της ζωής του πέφτουν σαν ριπές στην οθόνη και τον γαζώνουν. Μόνο τα δυο μεγάλα μάτια στέκουν εκεί, ανάμεσα στις ριπές  και τον κοιτάζουν. Παρελθόν, παρόν, μέλλον…

Άρχισε να κινείται προς τα πίσω,  με βήματα αργά.  Έχει  ακόμα τα μάτια του στην οθόνη. Παρελθόν και μέλλον τον καρφώνουν με το ίδιο βλέμμα. Η ίδια εικόνα, οι ίδιες σκιές… Ποτέ δεν άκουσε τις φωνές των συναδέλφων του. Δεν είδε ποτέ το σπασμένο μισότουβλο. Ποτέ δεν υπολόγισε το κενό…  
Τα μεγάλα  μάτια έσβησαν. Οι εικόνες έφυγαν. Η οθόνη χάθηκε. Κάποια χέρια κουβαλούν ένα κορμί αδύναμο, αδειανό, τσακισμένο… Οι ήχοι του γιαπιού ανακατεύονται με τον κρύο αέρα και τη σειρήνα του ασθενοφόρου που ουρλιάζει. Οι συνάδελφοι κρατούν σφιχτά μες στις γροθιές τα καπέλα τους, ματώνουν τα χείλη.
Τα δάκρυα στέγνωσαν. Η ώρα πέρασε.  Κάποια χέρια κουβαλούν και κάποια χτίζουν. «Πρέπει να βάλουμε  τη λάσπη». Κάνει κρύο…

[ΑΠΡΙΛΗΣ 2012]