Είμασταν μια παρέα συμμαθητών, οι περισσότεροι στη δεύτερη τάξη του λυκείου. Μια εποχή που η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε ανάταση. Το ηθικό του λαού ψηλά, στηριγμένο στις προσδοκίες για δικαίωση των αγώνων και των οραμάτων του, για «αλλαγή». Πλημμυρισμένοι εμείς απ’ την ορμή που μας έδινε η νιότη. Η αμφισβήτηση κατακτούσε την άγουρη σκέψη μας. Έφηβοι επαναστάτες, θαρρούσαμε πως με μιας μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.
Τα διαβάσματά μας ήταν επικεντρωμένα σε κείμενα «εκτός σχολείου». Ρουφούσαμε ποίηση, πεζογραφία, κάθε τι λογοτεχνικό με τη λαιμαργία του διψασμένου, όταν επιτέλους βρει νερό. Συναντιόμασταν πολύ συχνά, πότε στο σπίτι του ενός, πότε του άλλου, απαγγέλαμε ποίηση, Σολωμό, Ρίτσο, Παλαμά, Χικμέτ, Μαγιακόβσκι κι άλλους. Σχολιάζαμε και κάναμε …κριτική στα έργα τους, εμείς τα σχολιαρούδια…
Ένα απόγευμα ο πατέρας γυρίζοντας από τη δουλειά, έφερε στο σπίτι βιβλία. Αυτό ήταν κάτι που το συνήθιζε. «Άρπαζα» αμέσως κάθε τι λογοτεχνικό: Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι, Ουγκώ, Τολστόι αλλά και Σκάρο, Βάρναλη, Λουντέμη, Παρορίτη και τόσους άλλους.
Αυτή τη φορά μου τράβηξε την προσοχή «ο Κραβαρίτης», από τη Σύγχρονη εποχή. Μυθιστόρημα. Μου άρεσε το εξώφυλλό του. Συγγραφέας ο Κώστας Μπόσης. Όνομα όχι από τα γνωστά, από τα «μεγάλα», που τα βιβλία τους κατέχουν δεσπόζουσα θέση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το όνομά του όμως δεν μου ήταν άγνωστο, σαν κάποτε να το είχα ακούσει. Ρώτησα τον πατέρα και μου είπε γι αυτόν. Έχουμε μάλιστα και μια συγγένεια μαζί του, όχι πολύ στενή.
Τον «γνώρισα» μέσα από τις σελίδες του «κραβαρίτη» αρχικά και κατόπιν και των άλλων βιβλίων του. Βιβλία που οι ήρωές τους είναι άνθρωποι απλοί, από τους ταπεινούς της ζωής. Που τίναξαν από πάνω τους το ζυγό της καταπίεσης και της σκλαβιάς, έσπασαν τις αλυσίδες τους και πολέμησαν σκληρά για μια ανθρώπινη κοινωνία, δίκαιη, σοσιαλιστική.
Ο Μπόσης εστιάζει στις αδυναμίες του ανθρώπου, στα κουσούρια που κουβαλάει απ’ όταν κιόλας δει το φως της ζωής. Εστιάζει όμως και στις αρετές του, στις δυνατότητες και τους ορίζοντες που του ανοίγει η μόρφωση, η κατάκτηση της γνώσης. Σε όλα τα βιβλία του, λογοτεχνικά και μη, η κύρια αναφορά του, ο στόχος του, είναι η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Της σοσιαλιστικής, όπου ο άνθρωπος θα αποβάλλει τα μέχρι «τότε» ελαττώματα του και θα χτίσει έναν καινούργιο χαρακτήρα.
Έτσι γνώρισα τον Κώστα Πουρναρά με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Μπόσης». Και έμαθα περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν. Ποτέ όμως τόσα όσα θα ήθελα. Μεγαλώνοντας εκτίμησα κάποια γεγονότα γύρω από το πρόσωπό του με μεγαλύτερη ωριμότητα, τον ένιωσα πιο κοντά μου κι ας μη συναντηθήκαμε ποτέ. Ρώτησα, έψαξα, έμαθα, από συναγωνιστές του αλλά και από αντιπάλους του, εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Οι σύντροφοί του στην αντίσταση και στο κόμμα, μιλούν για έναν βαθιά ιδεολόγο αγωνιστή, έναν πιστό, αληθινό σύντροφο, που υπέστη τα πάνδεινα, από τους διώκτες του. Σοβαρό τραυματισμό που παρ’ ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή, εξορίες, διωγμούς, βασανισμούς. Κι αυτός ορθός κι αψηλός σαν τα βουνά της πατρίδας του, δε λύγισε μήτε στιγμή.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν ακέραιο χαρακτήρα, έναν δάσκαλο που εκτελούσε το λειτούργημά του με σεβασμό προς τους γονείς και αγάπη στα παιδιά. Έναν ανιδιοτελή άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο πως κάπου στη δεκαετία του ΄80, όταν αρκούσε ένας μικρός αριθμός υπογραφών για να μπορέσει ένας πολιτικός εξόριστος να πάρει την άδεια του ελληνικού κράτους και να επιστρέψει στην πατρίδα, υπέγραψαν γι αυτόν σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί του.
Με λύπη ανακάλυψα πως δεν υπάρχουν δημοσιευμένες αναφορές στο όνομά του, παρά ελάχιστες. Ούτε καν ένα εκτενές βιογραφικό σημείωμα στα οπισθόφυλλα των βιβλίων του. Αυτό είναι κάτι που δεν το αξίζει ούτε αυτός αλλά ούτε και το έργο του. Θα ανακαλύψετε μέσα από τις παρουσιάσεις που θα γίνουν σε αυτές τις σελίδες, μεταξύ άλλων, πόσο σεμνός ήταν, τόσο που δεν ήθελε ν’ αφήσει «ίχνη» πίσω του. Έλεγε πάντα, πως οι αγώνες του δεν ήταν κάτι για το οποίο θα έπρεπε να κάνει κάποιος αναφορά. «Δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται ντόρος», έγραφε χαρακτηριστικά σε επιστολή προς συγχωριανό του.
Έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του στις αρχές της κοσμοθεωρίας του Μαρξισμού-Λενινισμού, πιστός στα ιδανικά που εκφράζει το κόμμα του, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Μέσα από τις σελίδες της αλληλογραφίας του «διαβάζουμε» τη λαχτάρα, την αγωνία του, τους προβληματισμούς του για το μέλλον της ανθρωπότητας, ειδικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Την πίκρα του αλλά και την αιτιολόγηση για την κατάληξη των αγώνων του λαού μας. Την πίστη του για το σοσιαλιστικό μέλλον, μέσα από την πάλη και των αδιάκοπο αγώνα των λαών όλου του κόσμου.
Άνθρωπος χαμηλών τόνων στην προσωπική του ζωή, ολιγαρκής, έζησε σπαρτιάτικα για πολλά χρόνια σ’ ένα μικρό δυαράκι, στο Σιμπίου της Ρουμανίας - εκεί αποχαιρέτησε τα εγκόσμια - «χτίζοντας» τους ήρωες των βιβλίων του και προσδοκώντας τη μέρα που θα επέστρεφε στην αγαπημένη του πρώτη πατρίδα: την Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας.
Δεν τα κατάφερε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του εν ζωή. Μόνο αφού ταξίδεψε ο ίδιος, η τέφρα του έφτασε στο «χωριουδάκι» του, κάτω απ’ τον ίσκιο των περήφανων Τζουμέρκων, συνοδευόμενη από τη σύζυγό του Ιλεάνα, και κατέληξε για πάντα στην αγκαλιά της φιλόξενης γης. Εκεί, ψηλά στον "Αη Θανάση"…
Αυτό το ιστολόγιο δημιουργήθηκε προς τιμή του.
Με βαθύ σεβασμό προς το πρόσωπό του, το έργο και τους κοινωνικούς του αγώνες, για να συγκεντρωθεί ό,τι είναι δυνατό γι αυτόν. Δε θα είναι ποτέ έτοιμο, πλήρες. Διαρκώς θα περιμένει κάτι νέο, κάτι που δεν το γνωρίζαμε. Ένα κείμενο, μια φωτογραφία, μια έκδοση, ένα χειρόγραφο, ένα σχόλιο, μια μαρτυρία. Όσο αυτό είναι εφικτό, ενισχύστε την προσπάθεια, εμπλουτίζοντας αυτή τη σελίδα.
Ο Κώστας Πουρναράς άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην Ιστορία, με τη ζωή, τους αγώνες και το συγγραφικό έργο του. Ας το διαδώσουμε. Ας το διαφυλάξουμε όχι σαν ένα μουσειακό έκθεμα, αλλά σαν μια πηγή έμπνευσης και άντλησης δύναμης και γνώσης, σαν ένα φάρο που με το φως του φωτίζει τους σύγχρονους αγώνες μας. Άνθρωποι σαν το Μπόση αξίζει να μένουν ζωντανοί στη μνήμη μας, και να τους γνωρίζουν οι νεώτεροι.
Είμαι σίγουρος πως ο ίδιος, αν μπορούσε, θα με μάλωνε γι αυτή την κίνηση. Δεν θα τη θεωρούσε αναγκαία.
«Γιατί τόσος ντόρος;» θα μου έλεγε, «δεν αξίζει τον κόπο…»
[ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2011 - στο "Κώστας Πουρναράς (Μπόσης)"]