Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

ΑΤΕΧΝΩΣ / «Καρναβάλια» μετά τη Βάρκιζα

Η περιφορά της «γκαμήλας», κατά τον 19ο αι.
(Πηγή φωτογραφίας: mikros-romios.gr)

Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα ― 6. ΑΠΟΚΡΙΕΣ, τα «καρναβάλια»
Η πένα του Γιώργου Κοτζιούλα ήταν προέκταση της «ανήσυχης» ματιάς του. Ας πέρναγε ο αγώνας μπουνάτσες ή μποφόρια, ο ποιητής, όπου κι αν βρισκόταν κατέγραφε τις ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας, ξετρυπώνοντας την ελπίδα που ζωντανεύει εκεί που η ζωή αγωνιά ν’ ανθίσει. Οι αναγνώστες του Κοτζιούλα ήταν άλλωστε, κατά κανόνα, μαχητές της ζωής και του ονείρου· γι’ αυτούς έγραφε και μ’ αυτούς συμπορεύτηκε ο ίδιος.
Το 1945 ο Γ. Κοτζιούλας φτάνει στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα στην Τσαριτσάνη. Εκεί θα γράψει το κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα, το 6ο της σειράς με τον τίτλο: «Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα». Πρόκειται για κείμενο ανέκδοτο που το παρουσιάζουμε για πρώτη φορά από το περιοδικό μας. Αν και ο συγγραφέας δεν αναφέρει ποια χρονιά και σε ποιον τόπο διαδραματίστηκαν τα όσα μας περιγράφει, δίνει στον αναγνώστη στοιχεία για να βγάλει μόνος του συμπέρασμα.
Το έθιμο της «γκαμήλας» που η εμφάνισή του χάνεται στα βάθη του χρόνου (με καταγεγραμμένες αναφορές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας από τον 19ο αιώνα), λάμβανε χώρα τις δύο Κυριακές της αποκριάς, της Κρεατινής και της Τυροφάγου, πριν το άνοιγμα της μεγάλης σαρακοστής. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι στην περιγραφή της αποκριάτικης μεταμφίεσης μιας και δίνεται με εύγλωττο τρόπο στο κείμενο. Θα ξεχωρίσουμε όμως δυο σημεία που κατά τη γνώμη μας δίνουν το περίγραμμα της χρονικής στιγμής που εκτυλίσσονται τα περιγραφόμενα. Η αναφορά του συγγραφέα στους «Ινδούς», καθώς και στο «έρχεται έρχεται –σύνθημα των βασιλοφρόνων», οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τις Απόκριες του 1945, λίγες βδομάδες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν στις μάχες της Αθήνας με τον ΕΛΑΣ (τον Δεκέμβρη του 1944, που κράτησαν 33 μέρες) την 5η Ινδική Ταξιαρχία. Συνήθιζαν άλλωστε να χρησιμοποιούν στις πολεμικές επιχειρήσεις τους ινδικά αποικιακά στρατεύματα, επειδή απαρτίζονταν από σκληροτράχηλους και εξαιρετικά αφοσιωμένους στην αποστολή τους πολεμιστές (περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ). Το δε σκούρο χρώμα του δέρματός τους έκανε τον λαό της Αθήνας (που δεν γνώριζε την προέλευσή τους) να τους αποκαλεί «αραπάδες» («αράπηδες» τους αποκαλεί εδώ  ο Κοτζιούλας -όπως και σε άλλο κείμενό του– και «μαύρους»).
Η συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε στις 12 Φλεβάρη του 1945 και όριζε τη διάλυση του ΕΛΑΣ και την παράδοση του οπλισμού του, ενώ δέσμευε την κυβέρνηση Πλαστήρα, μεταξύ άλλων, να προχωρήσει στη διενέργεια εκλογών και στη συνέχεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα. Το «έρχεται-έρχεται» που αναφέρει ο Γ. Κοτζιούλας ήταν η επωδός στα χείλη των οπαδών του Γεωργίου Β΄ και αν κρίνουμε από τη συμπεριφορά του κόσμου μπροστά στον ταλαίπωρο… βασιλόφρονα γαϊδαράκο, ο “βασιλεύς των Ελλήνων” …δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό «του»… Τι επακολούθησε της συμφωνίας της Βάρκιζας είναι βέβαια γνωστό…
Αετόπουλα. Από εικονογράφηση του περιοδικού “Πυρσός” («Δίμηνο εικονογραφημένο εκπολιτιστικό μορφωτικό περιοδικό»), τ. 5/1961. (Πηγή εικόνας: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας)
Αετόπουλα. Από εικονογράφηση του περιοδικού “Πυρσός” («Δίμηνο εικονογραφημένο εκπολιτιστικό μορφωτικό περιοδικό»), τ. 5/1961.
(Πηγή εικόνας: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας)
ΑΠΟΚΡΙΕΣ τα «καρναβάλια»
Απ’ το πρωί της Κυριακής τα μικρά άρχισαν να φκιάνουν προσωπίδες. Έβρισκαν χαρτόνια, τους άνοιγαν μάτια, στόμα κι έβαναν τους μεγάλους να ζωραφίσουν με κάρβουνο ή μολύβι φρύδια, μουστάκια. Έπειτα έδεναν απόνα σκοινί και τη φορούσαν. Αμέσως άρχιζαν «ντα, ντα» να φοβερίζουν τους μεγάλους. Έπειτα έβγαιναν στο δρόμο, στο στενό του σπιτιού, να τους ιδούν κι άλλοι. Μερικά παιδιά φορούσαν μακρουλά χωνιά στο κεφάλι από χαρτιά παρδαλά, φιοριτούρες. Τα κορίτσια φορούσαν άσπρα μεταξωτά, με φλουριά στο μέτωπο, σα χανουμάκια. Μερικά τέλος είχαν γανωθεί, είχαν γίνει μαύρα σαν αράπηδες, άλλαξαν και τα ρούχα, και γυρνούσαν στους δρόμους, με ξύλα στα χέρια. Ένα φορούσε μουτσούνα με μάτια μεγάλα γιάλινα (αεροπόρου) και σαν προβοσκίδα μπροστά. Μια μάνα κοντή, μαυροφόρα, φτωχιά, γνώρισε το παιδί της. Του τράβηξε το τούλι κι αποδείχτηκε καταμαυρισμένο. «Τι χάλια είν’ αυτά, πωπώ!» άρχισε να ξεφωνίζει. Του έβανε σάλια για να το ξεπλύνει. Εκείνο έκαμε πέρα γελώντας. Πλησίασαν και τους μαύρους στ’ αυτοκίνητα. Εκείνοι γελούσαν με τους ψευτο-μαύρους. Ίσως στην πατρίδα τους να μασκαρεύονται… άσπροι. Τ’ απόγευμα βγήκε κι η γκαμήλα. Είταν δυο τεράστια σαγόνια αλογινά, με τα δόντια τους ακέρια, βαμένα κόκινα, μ’ ένα λαγοτόμαρο απ’ το πάνω μέρος, σκεπασμένα απ’ το λαιμό και πίσω μ’ αντίσκηνο, κάτω απ’ το οποίο υπήρχαν δυο μαντράχαλοι, ο ένας πίσω κι ο άλλος μπροστά. Φαίνονταν τα πόδια τους, τα παπούτσια. Κάπως έκαναν κι ανοιγόκλειναν τις μασέλες, είταν κωμικό. Κυνηγούσαν όποιον θέλαν, χιμώντας να τον φαν. Κυνήγησαν πολλές παρέες κοριτσιών. Ξεφώνιζαν, φεύγαν. Έκανε η γκαμήλα πολλή φασαρία μες στην πλατεία, όπου είχαν βγει όλα τα κορίτσια (πριν απ’ τον πόλεμο δε βγαίναν). Η επανάληψη είταν ενοχλητική. Οι ηλικιωμένοι σκύβανε, φεύγαν να γλυτώσουν. Στο τέλος επήγαν και κοντά στους Ινδούς. Η γκαμήλα ορμούσε πάνω τους, αδιάκριτα. Εκείνοι φεύγαν. Ακόμη κι ο σκοπός με το όπλο του οπισθοχώρησε. Άμα παράγινε όμως, άπλωσαν τα χέρια τους κι αποκάλυψαν τον άνθρωπο. Ύστερα πέρασαν και δυο μασκαράδες μ’ ένα γάιδαρο που είχε γραμμένο στη ράχη του έρχεται έρχεται –σύνθημα των βασιλοφρόνων. Όλοι γελούσαν. Τον έδερναν το γάιδαρο. Τον ξαναπέρασαν καβάλα, κάλπαζε ο δύστυχος, τι να κάμει. Και τούβαναν πρόγκα ο κόσμος…
Γ. Κοτζιούλας
Για τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ και τη σειρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα»
kotzioulas31Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη της λογοτεχνίας, αν και στο ευρύ κοινό είναι, ακόμα, περισσότερο γνωστός ως ποιητής. Στο μεγάλο σε όγκο και αξία έργο του περιλαμβάνονται και κείμενά του (χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, κριτικές κ.α.) που δημοσιεύτηκαν σε έναν μεγάλο –επίσης- αριθμό εντύπων που κυκλοφορούσαν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, άλλοτε με την υπογραφή του και άλλοτε με ψευδώνυμο που, συχνά και αυτό, από έντυπο σε έντυπο, ήταν διαφορετικό.
Τα κείμενά του που παρουσιάζουμε από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενικό τίτλο «Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα» γράφτηκαν την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και μετά την συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφέρει στο χαρτί εικόνες μιας σκληρής εποχής, περιγράφει στιγμές ηρωισμού, αλλά και σκηνές τραγικές, από αυτές που ακολούθησαν την παράδοση των τιμημένων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμμετείχε στην Αντίσταση ενάντια στους ιταλούς-γερμανούς καταχτητές, βγήκε στο βουνό και έμεινε για πολύ καιρό δίπλα στον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ενώ ήταν ο δημιουργός και η «ψυχή» της Λαϊκής Σκηνής (θέατρο στα βουνά) της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Τα ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα, από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα, μας παραχώρησε ευγενικά ο γιος του Κώστας Κοτζιούλας, που έχει και την επιμέλεια του αρχείου.
Ακόμα και σήμερα, μισό σχεδόν αιώνα μετά το θάνατό του, το μεγαλύτερο μέρος του σημαντικού και πολυδιάστατου έργου του Γ. Κοτζιούλα παραμένει ανέκδοτο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, με την ακάματη προσπάθεια και συμβολή της οικογένειας του γιου του Κώστα, επανακυκλοφορούν παλαιότερα έργα, άλλα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, ενώ στα σχέδια βρίσκονται νέες εκδόσεις. Έτσι, αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο το πλούσιο αρχείο του Γ. Κοτζιούλα: το έργο του δημιουργού φτάνει στο λαό, απ’ τον οποίο προέρχεται και για τον οποίο αγωνίστηκε και έγραψε ο Γιώργος Κοτζιούλας.
Για την εργοβιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα πατήστε ΕΔΩ.
Τα κείμενα που προηγήθηκαν, με τη σειρά που δημοσιεύτηκαν (δείτε τα «πατώντας» στους τίτλους):

Δευτέρα 7 Μάρτη 2016.