Φωτο: 902 |
«Οι
νεκροί μάς πονούν, γιατί παίρνουν μαζί τους και ένα μεγάλο κομμάτι δικό μας. Όταν
φεύγουν με τη γνωστή θλιβερή τελετή, τους χειροκροτούμε […] Τους κλαίμε κι
αφήνουμε λουλούδια επάνω στον τάφο τους. Κι όταν τους θυμούμαστε, με κάποια
αφορμή, και μιλούμε γι' αυτούς κρατούμε «ενός λεπτού σιγή», για να τους
τιμήσουμε. Γιατί πιστεύουμε πως την ώρα της «σιγής» τούς θυμούμαστε πιο έντονα
και μετρούμε, όσο κρατάει αυτό το «λεπτό», πιο αντικειμενικά το κόστος της
απώλειάς τους για μας και τους άλλους», έγραφε ο ακριβός μας Γ.Χ.
Χουρμουζιάδης.
Τα
φέρνει έτσι η ζωή κάποιους σημαντικούς ανθρώπους να τους γνωρίσεις βαθύτερα αφού «φύγουν». Ανασύρεις τότε στη
μνήμη σου εκείνες τις στιγμές που κάποτε πέρασες από μπροστά τους, όπως και
τόσοι άλλοι σαν και σένα, που τους έσφιξες το χέρι ή και συζήτησες για λίγο μαζί τους, που άκουσες άλλους
συντρόφους να μιλάνε γι’ αυτούς, που διάβασες λίγες γραμμές από τις σελίδες που γέμισε η διαδρομή τους, ή που έγραψαν οι ίδιοι στο χαρτί. Και όταν φύγουν
για το στερνό ταξίδι, νιώθεις σαν να μην ήξερες σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς. Και τότε
το βάρος της απώλειας γίνεται δυσβάσταχτο.
Τα
βάζεις με τον εαυτό σου γιατί άφησες τα χρόνια να περάσουν χωρίς να τους
γνωρίσεις ―όχι με την έννοια της προσωπικής γνωριμίας― καλύτερα όσο ήταν ζωντανοί, χωρίς να τους
τιμήσεις όσο όφειλες και τους άξιζε, και απορείς πώς τόσα χρόνια δεν έτρεξες να γιομίσεις το παγούρι
σου από τις φουσκωμένες πηγές της γνώσης, της απλότητας και του μεγαλείου τους.
Και τότε αυτός ο ίδιος πόνος, που έγραφε ο αλησμόνητος σύντροφος, γίνεται βαθύς και
οξύτερος. Η αίσθηση της δίψας σε
σπρώχνει να τρέξεις να καλύψεις το δυσαναπλήρωτο κενό, και να παλέψεις με τις
ελλείψεις και τις αδυναμίες σου, την αναβλητικότητα και τις ανασφάλειές σου, να τα βάλεις ακόμα και με τον χρόνο, φτάνει να μην επαναλάβεις το ίδιο λάθος με αυτούς που απόμειναν. Γιατί νιώθεις τα χρόνια να περνούν
πια όλο και πιο γρήγορα. Για να προλάβεις να μοιραστείς το περιεχόμενο του παγουριού σου.
"Το
ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
Το
να μην παραδίνεσαι, αυτό είναι."
Ήταν
πολλά τα γενναία παιδιά εκείνης της γενιάς των αλύγιστων μαρτύρων, των
όμορφων κομμουνιστών. Αγόρια και κορίτσια της ανάγκης και των πιο υπέροχων ιδανικών, ολάνθιστα νιάτα που
ανδρώθηκαν πριν την ώρα τους στην κατοχή και στην Αντίσταση, στις βουνοκορφές της Ελεύθερης
Ελλάδας, στα ξερονήσια, στις φυλακές και
στα ματωμένα υπόγεια της Ασφάλειας ή μπροστά στις κάνες των εκτελεστικών
αποσπασμάτων. Παλικάρια που τα χαρακωμένα από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια κορμιά
τους άντεξαν να φυλάξουν την ελπίδα αλώβητη, να υπερασπιστούν τα όνειρα, να
κρατήσουν ανοιχτούς τους δρόμους του αγώνα για τα δίκια της τάξης και του
λαού τους, και σ’ αυτούς να πορευτούν μέχρι το τέλος. Τους δρόμους που σήμερα
φωτίζουν, με την απουσία-παρουσία τους, για να βλέπουμε και να περπατάμε οι νεώτεροι. Είναι πολλά τα «λεπτά σιγής» που
κρατάμε κάθε δύσκολη μέρα που περνάει, με την έγνοια να μην ξεθωριάσει η μνήμη τους,
με την αγωνία η απουσία τους να παραμείνει ζωντανή. Μέχρι, κάποτε, να ’ρθει η
δικαίωση. Και θα ’ρθει. Και θα ’ναι αυτό για τη μνήμη τους η μέγιστη τιμή. Αυτή που τους πρέπει.
Αυτής
της γενιάς άξιο παιδί ήταν ο Μπάμπης Γκολέμας, που κίνησε για το στερνό ταξίδι.
Σαν
δυο κόκκινα γαρίφαλα ―το ένα ως
ευχαριστώ και το άλλο υπόσχεση για συνέχιση της πορείας στον ίδιο δρόμο― πάνω στο χώμα που τον
σκεπάζει αφήνουμε τα λόγια ενός ανώνυμου αναγνώστη, που είναι και δικά μας λόγια: Πέτρινα τα χρόνια που
έζησες, σύντροφε, πέτρινα και τα χρόνια που αφήνεις πίσω σου. Αλλά τα όνειρα θα πάρουν
εκδίκηση. Καλό σου ταξίδι.
Δευτέρα
21 Ιούλη 2014.