Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Τι ΚΚΕ θέλουμε; Προβληματισμοί –και- με αφορμή την επιστολή Ρούση



«Εσύ σώνει και καλά προσπαθείς να δώσεις δίκιο στην ηγεσία (το τονίζω την ηγεσία) του ΚΚΕ, σε οτιδήποτε πει ή πράξει, και να τα βλέπεις όλα στραβά στην υπόλοιπη αριστερά και είναι φυσικό αυτό αφού δηλώνεις οπαδός του ΚΚΕ»... Ένα απόσπασμα από σχόλιο αναγνώστη του ιστολογίου σε πρόσφατη ανάρτηση. Η αλήθεια είναι πως ξαφνιάστηκα. Ως τώρα η κριτική που δεχόμουν από αναγνώστες φίλους του ΚΚΕ, σε αναρτήσεις που αφορούσαν στο κόμμα, ήταν συχνά επικριτική, του στυλ «δεν τα λέμε αυτά δημόσια», «τα παραλές», «δεν κάνεις καλό στο κόμμα» κλπ.
Σε φιλικό «κόκκινο μπλογκ» που αναδημοσίευσε την παραπάνω ανάρτηση, διάβασα –επίσης με έκπληξη- στο σχόλιο του διαχειριστή του μπλογκ: «Δυστυχώς βλέπω πως η κριτική μας γίνεται με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα και πάντα μετά από αυτό. Δηλαδή αν τον Ιούνιο πάρουμε 12% όλα καλά;». Εκτός του ότι από τη μεριά μου φυσικά και δεν ισχύει κάτι τέτοιο, διαπιστώνω λοιπόν πως πρέπει συνέχεια να αναμασάμε τα ίδια. Να το κάνω λοιπόν για ακόμα μια φορά: ποτέ δεν αντιμετώπισα το ΚΚΕ με βάση το εκάστοτε εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν είναι τα ποσοστά στις εκλογές ο καθρέφτης της δουλειάς και της αποδοχής του από το λαό. Παράλληλα, δεν θα με άφηνε αδιάφορο μια εκλογική ενίσχυσή του, θα χαιρόμουν, και πιστεύω πως στις τελευταίες εκλογές υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να την επιτύχει.
Εδώ και πάνω από ένα χρόνο, όταν ξεκινούσα τον «Οικοδόμο» -χωρίς σχέδια, «πάμε κι όπου βγει»-   ένα μόνο πράγμα είχα στο μυαλό μου. Να είμαι πάντα ο εαυτός μου. Αληθινός. Αυτός που ήμουν  και έξω από δω. Δεν ξέρω αν κατάφερα κάτι άλλο με τούτη την προσπάθεια, είμαι όμως απόλυτα ήσυχος πως τήρησα την υπόσχεσή μου. Οι κριτικές που δέχομαι είναι όλες καλοδεχούμενες, είτε έχουν καλή πρόθεση είτε όχι. Τις παίρνω φυσικά υπόψη μου, δεν είναι όμως αυτές που θα καθορίσουν τη γνώμη μου για το οποιοδήποτε ζήτημα.
Όταν εκφράζω τις απόψεις μου για το κόμμα, του οποίου είμαι φίλος, συνοδοιπόρος και υποστηρικτής απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, το κάνω αφού βουτήξω πρώτα τη γλώσσα μου στο μυαλό. Το ΚΚΕ δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, είτε αυτός είναι η Γραμματέας, το στέλεχος, το μέλος, ο φίλος κλπ. Αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της εργατικής τάξης, κτήμα του λαού. Πιστεύω βαθιά πως όλα τα ζητήματα πρέπει να συζητιούνται δημόσια, οι απόψεις όλες να εκφράζονται και μέσα από διάλογο να βγαίνουν συμπεράσματα και ίσως προτάσεις που θα βοηθούν το κόμμα και θα το κάνουν πιο δυνατό. Πιο δυνατό κόμμα, πιο ωφελημένη η εργατική τάξη. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται η όποια αναφορά μου στο ΚΚΕ από το μπλογκ. Όποιος επικαλεστεί το αντίθετο, αρνείται την πραγματικότητα.
Αυτά, τα θεώρησα απαραίτητα να διευκρινιστούν πριν διαβάσετε τις παρακάτω γραμμές.
Το σύστημα, βαριά τραυματισμένο θεριό, ψυχορραγεί. Τα ψωμιά του τελειώνουν και το ξέρει. Όσο λιγοστεύει το οξυγόνο του γίνεται πιο επικίνδυνο, πιο αιμοδιψές. Σπέρνει απογοήτευση, πόνο, δυστυχία. Είναι αποφασισμένο να συμπαρασύρει όσο μπορεί περισσότερους στη σκοτεινή άβυσσο της εξαθλίωσης.
Οι μέρες που ζούμε, για κάποιες γενιές, φαντάζουν βγαλμένες από εφιαλτικές ιστορίες που διάβασαν σε παλιά βιβλία, ή είδαν στο σινεμά. Η ζωή μας ανατράπηκε, η αβεβαιότητα μας κυρίεψε, ο τρόμος για το αύριο στέκεται μπροστά στα μάτια μας, φωλιάζει στη σκέψη, επηρεάζει τους παλμούς της καρδιάς μας.
Μέσα σ’ αυτό το εφιαλτικό τοπίο, ο καθένας αντιμετωπίζει -ή νομίζει πως το κάνει- την κατάσταση με τον δικό του τρόπο. Άλλος περιμένει, έχει την πολυτέλεια να κάνει υπομονή –για πόσο όμως;- και να πιστεύει πως θα φτιάξουν τα πράγματα. Άλλος αναζητά λύσεις άμεσες, «τεχνοκρατικές» και «κοστολογημένες», παρασύρεται από τους μέχρι πριν λίγο βιαστές του που πριν από τις εκλογές φόρεσαν τη μάσκα του «σωτήρα». Υπάρχουν αυτοί που έκαναν ένα βήμα  αναγνωρίζοντας τους βιαστές, έστω, χωρίς να «δουν» τ’ αφεντικά τους. Από αυτούς, άλλοι απλά ψάχνουν –και βρίσκουν- νέους φορείς οραμάτων, φορτώνοντάς τους την ελπίδα και άλλοι , είναι διατεθειμένοι να πάνε λίγο παραπέρα, δεν βρίσκεται όμως κάποιος κοντά τους να τους πιάσει το χέρι...
Ανάμεσα σε όλους αυτούς υπάρχουν και κάποιοι που μπόρεσαν να δουν λίγο μακρύτερα, όχι γιατί διέθεταν κάποιο ιδιαίτερο «χάρισμα», μα γιατί η ανάγκη τους το επέβαλε. Βρήκαν και χρησιμοποίησαν  τα κατάλληλα εργαλεία που τους βοήθησαν να εξηγήσουν και να αναλύσουν αυτά που ζουν, να κατανοήσουν τις αιτίες, να βρουν τη διέξοδο, που δεν είναι άλλη από το αποτέλειωμα αυτού του θεριού. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα.
Ο φόβος είναι ο κρίκος που μας συνδέει όλους, ανεξάρτητα από ποια οπτική γωνιά βλέπουμε ή αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Φόβος προσωπικός, για τα παιδιά μας, για τους δικούς μας, φόβος για το διπλανό, το φίλο μας, το γείτονα. Φόβος γενικότερα για το αύριο και αυτό που θα φέρει. Το συναίσθημα του φόβου όμως δεν επιδρά το ίδιο στον καθένα. Κάποιους μπορεί να τους οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή και κάποιους άλλους στο δρόμο του αγώνα. Κάποιοι πιο αδύναμοι θα εγκαταλείψουν και κάποιοι θα μαζέψουν την δύναμη που τους απέμεινε και θα θεριέψουν οι ίδιοι, αποφασισμένοι να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους.
Δικαιούμαστε να λέμε πως κάποιοι περισσεύουν; Δικαιούμαστε να απορρίπτουμε, να απαξιώνουμε αυτούς που οι αντοχές τους λιγόστεψαν; Κανείς δεν περισσεύει. Ο άνθρωπος κρύβει μέσα του αστείρευτες δυνάμεις. Ο λαός μας κουβαλάει στις πλάτες του  άπειρα παραδείγματα ανδρείας και ηρωισμού, ανεξάντλητων ψυχικών αποθεμάτων, ατσάλινης αντοχής και αυτοθυσίας. Μια σπίθα  που θα πεταχτεί όταν κινηθούν τα σκουριασμένα γρανάζια της Ιστορίας θα είναι αρκετή για να μεταδώσει τη φωτιά που θα καθαρίσει το τοπίο για την ανοικοδόμηση του καινούργιου. Μια σπίθα που θα πρέπει να βρει όμως τις κατάλληλες συνθήκες για να μετατραπεί σε φωτιά. 
Χωρίς πολλά λόγια πιστεύω πως το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα σήμερα που εξηγεί με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο το πώς φτάσαμε ως εδώ. Παράλληλα προτείνει θέσεις ξεκάθαρες σε κατεύθυνση ανατροπής του σάπιου συστήματος και οικοδόμησης του σοσιαλισμού, βασισμένες στις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού. Θέσεις που –θεωρητικά- θα έπρεπε να γνωρίζει και να υιοθετεί ο κάθε καταπιεζόμενος άνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα, ο εργάτης, ο άνεργος, ο φτωχός, ο αδικημένος, φτάνει να διαθέτει αυτό που λέμε κοινή λογική. Ποιος τυφλός δεν θέλει ν’ αντικρίσει το φως; Παρ’ όλα αυτά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Τα μέλη του κόμματος (γνωρίζω αρκετά) ακούραστα προσπαθούν με όλες τις δυνάμεις, να πείσουν το λαό, να τον φέρουν κοντά. Είναι εκεί έξω, στους δρόμους του αγώνα, παλεύουν ανιδιοτελώς και πολλές φορές με αυτοθυσία να συσπειρώσουν τον κόσμο. Τα αποτελέσματα όμως δεν είναι ενθαρρυντικά. Δεν αναφέρομαι φυσικά μόνο στα εκλογικά αποτελέσματα, αν και εκεί θα περίμενε κανείς μια ενίσχυση που οι διαμορφωμένες συνθήκες ευνοούν. Το ζήτημα είναι πως το ΚΚΕ δεν πείθει τον λαό στο βαθμό που η ιστορική συγκυρία επιτάσσει.
Από αυτό το ιστολόγιο έχει γίνει πολλές φορές κριτική –μέσα από αναρτήσεις αλλά και σχόλια- στην πολιτική του κόμματος όπως αυτή εκφράζεται επίσημα και στην ελλιπή αποτελεσματικότητά της. Έγινε αναφορά στο έλλειμμα επικοινωνίας με τον κόσμο και στην «λίγη» επικοινωνιακή συμπεριφορά του στα ΜΜΕ. Έγινε και σαφής αναφορά πως η περιορισμένη αποδοχή των θέσεων του ΚΚΕ (που εκφράστηκε και στις εκλογές) δεν οφείλεται μόνο σ’ αυτά αλλά κυρίως σε αίτια βαθύτερα, που έχουν να κάνουν με τους δεσμούς που αναπτύσσει -ή δεν αναπτύσσει- το κόμμα με το λαό.
Οι καιροί μας προειδοποιούν σύντροφοι, μας φωνάζουν: «κάτι δεν κάνετε καλά!». Αυτό το μήνυμα, η εντύπωσή μου είναι πως δεν φτάνει μέσα στο κόμμα, εκεί που χαράσσονται οι πολιτικές, εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις. Γιατί δεν μπορεί διάολε η συντριπτική πλειοψηφία του λαού να σε αγνοεί, να σου γυρίζει την πλάτη, όσοι μπαμπούλες κι αν τον τρομάζουν, όσες σειρήνες κι αν τον παρασύρουν, κι εσύ να μην ψάχνεσαι, να μην ανησυχείς, να μην γυρίζεις τον τόπο ανάποδα να δεις τι φταίει. Παρά να αρκείσαι σε αυτάρεσκες διαπιστώσεις του στυλ «σας τα ‘λεγα εγώ, δεν μ’ ακούγατε». Ναι το κόμμα τα έλεγε και απ’ όσα έλεγε επιβεβαιώθηκε -αν δεν κάνω λάθος- σε όλα. Είναι όμως αυτός ο μοναδικός λόγος ύπαρξής του; Θέλουμε λοιπόν ένα κόμμα που απλά θα ακολουθεί τις εξελίξεις, θα εκτιμά, θα αναλύει, θα προβλέπει και θα καταγγέλει; Δεν φτάνει –λένε οι γραφές- να εξηγείς τον κόσμο, είναι χρέος σου να τον αλλάξεις!
Διάβασα την επιστολή του καθηγητή Γιώργου Ρούση. Πολλές φορές.  Επισημαίνω προκαταβολικά, πως ναι μεν δίνω σημασία πάντα ποιος είναι αυτός που λέει κάτι, μα μεγαλύτερη σημασία δίνω στα λεγόμενά του. Δεν έχει νόημα, δεν θέλω αλλά και δεν βοηθάει σε κάτι, να μείνω απλά στο γεγονός ότι ο Ρούσης δεν είναι σήμερα στο ΚΚΕ, βρίσκεται σε άλλο κόμμα (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), που αποσκοπεί με αυτήν την επιστολή κλπ. Μένω, κυρίως, στα γραφόμενά του που τα θεωρώ πολύ σημαντικά και χρήσιμα για συζήτηση και για να βγουν κάποια συμπεράσματα.
Γράφει λοιπόν η επιστολή (με κόκκινη γραμματοσειρά) και θα επεμβαίνω με τις απόψεις μου:
«Αγαπητοί σύντροφοι, Τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι το κόμμα όχι μόνον δεν μπόρεσε να εισπράξει σημαντικό κομμάτι της λαϊκής οργής, αλλά αντίθετα έχασε ψήφους και μάλιστα σε λαϊκές περιοχές, παραδοσιακά προπύργια του, όπως στη β' Πειραιά.
Ταυτόχρονα για πρώτη φορά μετά τη διάσπαση του 1968 το κόμμα έπαυσε να είναι η ηγεμονεύουσα δύναμη της Αριστεράς. Επιπροσθέτως οι μετεκλογικές σφυγμομετρήσεις, για όσο αξίζουν, δείχνουν μια επικίνδυνων διαστάσεων παραπέρα συρρίκνωση της εκλογικής του δύναμης».
Αυτά τα βλέπει  ο κάθε λογικός άνθρωπος, ανεξάρτητα αν υποστηρίζει ή όχι το κόμμα. Η πλάστιγγα έγειρε πολύ και ο δρόμος γίνεται, όλο και πιο ανηφορικός.
«Για αυτήν την αρνητική εξέλιξη είναι σαφές ότι υπάρχουν και πολλές αιτίες, για τις οποίες δεν ευθύνεται το κόμμα. Πέραν όμως αυτών, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι και το ίδιο είναι άμοιρο ευθυνών, ή με άλλα λόγια ότι φταίει μόνο η στραβωμάρα του γιαλούλαού και όχι και το λάθος αρμένισμα του καραβιούκόμματος».
Ο αντίπαλος είναι πολύ δυνατός και έχει στα χέρια του πανίσχυρα όπλα που ξέρει να τα εξελίσσει και να τα χρησιμοποιεί. Αυτό είναι γνωστό και εκεί πρέπει να «απαντήσουμε» εμείς εξαντλώντας όλες τις δυνατότητές μας. Δεν πιστεύω πως είναι πια τόσο περιορισμένες.
«Ποια λοιπόν είναι τα λάθη που οδήγησαν σε αυτήν την αρνητική για το κόμμα κατάσταση; Πέρα από γενικότερες λαθεμένες θέσεις του με τις οποίες κατά καιρούς έχω εκφράσει τη διαφωνία μου, και οι οποίες σαφώς επηρεάζουν αρνητικά και τη στάση του λαού απέναντι του, νομίζω ότι αυτά μπορεί να επικεντρωθούν:
1. Στην αντιμετωπική στρατηγική του κόμματος που φτάνει μέχρι την άρνηση του διαλόγου, την άρνηση ακόμη και της ίδιας της ύπαρξης της Αριστεράς, η οποία το οδηγεί και σε ένα απομονωτισμό ο οποίος και του στερεί την κύρια πηγή άντλησης δυνάμεων.»
Βλέπω από τη μεριά του κόμματος μια «προσπάθεια», που φτάνει στα όρια της αυτοκτονικής τάσης, αυτοαπομόνωσης. Δεν μου αρέσει να στρογγυλεύω τις εκφράσεις μου. Η αίσθησή μου είναι πως το κόμμα λέει (με τη συμπεριφορά του) πως «πας μη κομμουνιστής, βάρβαρος». Θεωρώ τουλάχιστον υπερβολικό το γεγονός να τοποθετείς ισότιμα τον ΣΥΡΙΖΑ δίπλα στους παραδοσιακά εχθρούς σου ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία. Με ενοχλεί να το βλέπω γραμμένο στο πανό πίσω από την Γραμματέα στη συνέντευξη τύπου. Δεν ξέρω σε τι μας βοηθάει να αναγάγουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στον βασικότερο αντίπαλό μας.  Το κυριότερο μέρος της αρθρογραφίας των επίσημων οργάνων του κόμματος, με στομφώδεις τίτλους,  να αναλώνεται σε αυτήν την κατεύθυνση. Στις ομιλίες των στελεχών μας επίσης. Περισσότερο αναφερόμαστε στο ΣΥΡΙΖΑ, παρά σε όλους τους άλλους μαζί. Στο σημείο αυτό πρέπει να πω πως ανεξάρτητα από τις χαοτικές διαφορές των θέσεών μας με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, προσβάλει τη νοημοσύνη και την αισθητική μου, η προκλητική ως χυδαία αντιμετώπισή του από τα ΜΜΕ και τους έμμισθούς τους. Ξαφνικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται για τα πάντα. Βαράτε τον λοιπόν όλοι μαζί, βαράμε κι εμείς, και μετά αναρωτιόμαστε τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;…
Με ενοχλεί να αντιμετωπίζεται κάθε άλλη –εκτός ΚΚΕ- αριστερή φωνή (και μιλάω για απλούς ανθρώπους και όχι επίσημες θέσεις κομμάτων), κάθε προβληματισμός ή αγωνία, ως εχθρικοί προς το κόμμα, με τρόπο που διώχνει έναν κόσμο από κοντά μας και το χειρότερο αποκόβει κάθε γέφυρα επικοινωνίας μαζί του. Ξεκαθαρίζω (αφού νιώθω συχνά πως πρέπει να το κάνω και για τα –για μένα- αυτονόητα) πως ο οπορτουνισμός είναι ιός και πρέπει να καταπολεμηθεί, μαζί και οι εκφραστές του, όμως με τρόπους κατάλληλους που να μην σε απομακρύνουν από τα τμήματα του λαού που –μέσα στην απογοήτευσή τους- ταλαντεύονται από τη γοητεία των θέσεών του, επενδύουν τις ελπίδες τους σ’ αυτόν, χωρίς όμως και να σου κλείνουν την πόρτα.
Όταν σαν κόμμα βγαίνεις και λες στο λαό πως εσύ «δεν είσαι Αριστερά» (!) είναι σαν να του χτυπάς εκείνη τη στιγμή με δύναμη την πόρτα κατάμουτρα. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Είναι ανεπίτρεπτο να «χαρίζουμε» αυτούς τους ανθρώπους στο ΣΥΡΙΖΑ, όταν ταυτόχρονα δεν είμαστε ικανοί να τους κάνουμε να μας ακούσουν. 
«2. Στην παραπομπή της σωτηρίας του λαού στον απώτερο σοσιαλιστικό μέλλον, σε συνδυασμό με μια μηδενιστική καταστροφολογία για το άμεσο μέλλον.
Αν όμως το κόμμα προσμένει να ενισχυθεί στη συνείδηση του λαού, μέσω της επιβεβαίωσης αυτής της καταστροφολογίας πλανάται πλάνη οικτρά και τούτο διότι ο λαός που έχει φτάσει στα όριά του οικονομικά, πολιτικά, ψυχολογικά, δεν αντέχει να του λες ότι θα βυθιστεί ακόμη βαθύτερα στο τέλμα, δίχως να του προτείνεις μια άμεση θετική λύση.
Εξάλλου η έτσι κι' αλλιώς μεθοδολογικά ανεπαρκής άρνηση της άρνησης, δίχως να συμπληρώνεται από μια άμεσα υλοποιήσιμη, θετική πρόταση, που να ανταποκρίνεται στο επίπεδο της λαϊκής συνειδητότητας, μάλλον αποστροφή προκαλεί, ή σε λάθος διέξοδο οδηγεί, παρά σε έλξη προς όποιον την καλλιεργεί».
Στις συζητήσεις μου με φίλους, γνωστούς, συνεργάτες στη δουλειά, ακούω από όλους σχεδόν τα ίδια λόγια. «Απομονώνεστε», «φοβάστε μη μολυνθείτε», «δεν συζητάτε με κανέναν», «απορρίπτετε την αντίθετη άποψη», «μας υπόσχεστε καλύτερο μέλλον… αλλά στη δευτέρα παρουσία» και άλλα. Επίσης, είναι κάτι που ακούω όλο και συχνότερα από φίλους ή «φίλους» εδώ στο μπλογκ αλλά και έξω στην κοινωνία: «το ΚΚΕ θέλει και προσδοκά την πλήρη εξαθλίωση του λαού για να στραφεί μετά εύκολα σε αυτό». Όσο κι αν αυτή η φράση δεν απηχεί  την πραγματικότητα, βρίσκει έδαφος σαν «επιχείρημα» σε πολύ κόσμο. Όμως ακόμα κι αν κάποιοι σύντροφοι αποδέχονται  κάτι τέτοιο, πιστεύουν στ’ αλήθεια πως ένας πλήρως εξαθλιωμένος λαός θα ανακαλύψει και θα στραφεί προς τη σωστή κατεύθυνση, κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει όταν στεκόταν -πιο σταθερά- στα πόδια του και είχε τις καλύτερες προϋποθέσεις να το κάνει;
Η περιθωριοποίηση του λαού δεν θα προσφέρει δύναμη στις υγιείς δυνάμεις που αντιστέκονται, μα –έστω και μέσω της αδρανοποίησής τους- ενίσχυση σε κάθε είδους  αντιδραστικά αναχώματα που θα κάνουν την εμφάνισή τους όποτε η άρχουσα τάξη τα χρειάζεται. Η επίκληση από το ΚΚΕ της καταστροφής που –συνεχώς- έρχεται («έρχεται θύελλα», «έχουμε πόλεμο», «αντεπίθεση» κλπ.) τρομάζει και απομακρύνει τον κόσμο, όταν παράλληλα δεν έχεις τη δυνατότητα (ή δεν την βασάνισες) να του προτείνεις κάτι πιο χειροπιαστό από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αυτούς, που από διαφορετική εντελώς αφετηρία ορμώμενοι, του τάζουν αυταπάτες για λύσεις εντός του συστήματος. Και εδώ είναι που το κόμμα θα πρέπει να βγει επιθετικά στο προσκήνιο.
«Το δραματικό, σύντροφοι είναι, ότι αν το ΚΚΕ, όχι δα ανταποκρινόμενο στις προτάσεις για συνεργασία άλλων αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ , αλλά παίρνοντας το ίδιο πρωτοβουλίες στη βάση όσων προβλέπονται από το ίδιο το πρόγραμμα του, θα είχε ξεπεράσει και τις δυο παραπάνω αδυναμίες.
Εξηγούμαι. Στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, το οποίο μάλιστα με βάση το πρώτο άρθρο του καταστατικού του, πρέπει να το αποδεχτεί όποιος επιθυμεί να γίνει μέλος του, γίνεται αναφορά σε ένα «αντιϊμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό Μέτωπο» :
στο οποίο το ΚΚΕ διατηρώντας την αυτοτέλεια του «συμμετέχει και δουλεύει για την ανάπτυξη της ενότητας και της μαχητικότητας του»,
μέσα από το οποίο «το ΚΚΕ επιδιώκει τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται την αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό και τα πολυεθνικά μονοπώλια, υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τη λαϊκή κυριαρχία και τη ανεξαρτησία της χώρας»
το οποίο «μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία »
του οποίου οι προγραμματικές κατευθύνσεις και στόχοι πάλης, μεταξύ των οποίων πρώτος και καλύτερος είναι η «αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση», δεν ταυτίζονται με το σοσιαλισμό, ούτε παραπέμπεται η υλοποίηση τους σε αυτόν, αλλά αντίθετα συμβάλλουν στην υλοποίηση του.
Μάλιστα στο υποκεφάλαιο με τίτλο «το Μέτωπο και το πρόβλημα εξουσίας», γίνεται λόγος και για πιθανότητα «να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα».
Γύρω από το χαρακτήρα ή και το περιεχόμενο αυτής της μετωπικής πρότασης που σίγουρα χρίζει ανανέωσης –πχ σχετικά με τα μνημόνια τους συνοδευτικούς νόμους, τις δανειακές συμβάσεις ή το ευρώ κλπ πολλά μπορούν να ειπωθούν . Το βασικό όμως είναι ότι αυτή η πρόταση θα μπορούσε να αποτελέσει τον άξονα κίνησης του ίδιου του κόμματος, τόσο όσον αφορά στην αναγκαιότητα του Μετώπου, όσο και στην κάλυψη του κενού ανάμεσα στο καπιταλιστικό παρόν και το σοσιαλιστικό μέλλον. Και αυτό όχι βεβαίως με τη μορφή ενός ξέχωρου στάδιου, αλλά ως κατάκτηση ενός οχυρού σε ένα γκραμσιανού τύπου πόλεμο θέσεων, που θα διαμόρφωνε καλύτερες θέσεις για το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Να όμως που αυτό το πρόγραμμα όχι μόνον έχει καταχωνιαστεί, αλλά το Κόμμα κινείται σε παντελώς αντίθετη με αυτό κατεύθυνση».
Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου και αποτελούν μαζί και ερωτήματα και απορίες μου, που θα ήθελα κάποιος από τους συντρόφους του κόμματος να μου φωτίσει. Είναι ένα ζήτημα –των συνεργασιών/συμμαχιών- που με απασχολεί πολύ και δεν μπορώ να το «λύσω» στο μυαλό μου, τη στιγμή που από μεριάς κόμματος βλέπω μια αρνητική διάθεση, μια αποσιώπηση μάλλον αυτών των σημείων του προγράμματός του. Δηλαδή για να το πω αλλιώς, ο δρόμος μας θα είναι  πάντα μοναχικός; Δεν έχουμε ανάγκη από συμμάχους; Υπάρχουν δυνάμει σύμμαχοί μας; Είναι εφικτές κάποιας μορφής συνεργασίες; Για να έρθει κάποιος κοντά μας πρέπει απαραίτητα να ενταχθεί στο κόμμα; Και αν είναι έτσι, τι προοπτική δίνουμε στον κόσμο; Τι του προτείνουμε εκτός από το να παλεύει και να παλεύει;
Από την άλλη κάθεται κουρνιασμένο ένα ολόκληρο κόμμα έμπειρο και δοκιμασμένο στα δύσκολα και δέχεται όλη αυτή την παραπλανητική επίθεση «συνεργασίας» προεκλογικά, συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ (που άλλο που δεν ήθελαν), αφήνοντας το ΣΥΡΙΖΑ να αλωνίζει, να παραπλανά το λαό και να σχηματίζεται η εντύπωση (;) πως το ΚΚΕ δεν συζητά με κανέναν και δεν συνεργάζεται (;) με κανέναν. Αντί να βγεις μπροστά σαν κόμμα και να τους διαλύσεις ουσιαστικά αλλά και στα μάτια του λαού με τα επιχειρήματά σου, επιδιώκοντας εσύ το διάλογο και θέτοντας εσύ τους όρους, σύρεσαι να απολογείσαι διαρκώς για το αν πετάει ο γάϊδαρος...
«Σαν κομμουνιστής, που πονά ένα κόμμα που υπηρέτησε επί 21 χρόνια , που θλίβεται βαθύτατα από το σημερινό φυλλορρόημα του , που έχει ασκήσει δριμεία κριτική στο κόμμα όπως αρμόζει σε ότι αγαπάς, που θεωρεί ότι ο κόσμος του ΚΚΕ βρίσκεται στο ίδιο με αυτόν μετερίζι, και ότι αυτός ο κόσμος είναι τραγικό λόγω της στάσης του κόμματος να σπρώχνεται στην αγκαλιά του υπό διαμόρφωση αριστερού αναχώματος του συστήματος, τούτες τις κρίσιμες ώρες, σας κάνω έκκληση όχι μεγαλόσχημη, αλλά ταπεινή : Σώστε το κόμμα, τολμώντας να απευθύνεται και στον κόσμο και στις συνιστώσες της ριζοσπαστικής αριστεράς, την μετωπική, άμεση πρόταση, που προβλέπει το πρόγραμμα του. Τόσα απλά.
Συντροφικά, Γιώργος Ρούσης. Παρασκευή 18 Μαϊου 2012»
Επιμένω πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος σήμερα από αυτήν που προτείνει το ΚΚΕ.  Όμως για να οδηγηθούμε εκεί θα πρέπει το κόμμα (γιατί αυτό θα είναι ο καθοδηγητής) να οργανώσει την εργατική τάξη, να  γίνει η κοινή συνισταμένη της δυσαρέσκειας των εργαζομένων, της απογοήτευσης των ανέργων, της οργής του κάθε καταπιεσμένου ανθρώπου, που θα μετουσιωθεί και θα επιστραφεί σαν ταξική συνείδηση ριζωμένη βαθιά στο νου και την καρδιά τους.
Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει η μάχη να δοθεί σε δυο πεδία που συναντώνται μεταξύ τους. Στο εργατικό κίνημα, στους χώρους δουλειάς, στα πρωτοβάθμια σωματεία και συνδικάτα, που όσα υπο-λειτουργούν, το κάνουν με πολλά προβλήματα, εξαιτίας της μικρής συμμετοχής των εργαζομένων που κι αυτοί με τη σειρά τους για κάποιους συγκεκριμένους λόγους δεν συμμετέχουν. Σε αυτά που κυριαρχεί το ΠΑΜΕ (κυρίως αυτά) αλλά και στα υπόλοιπα, η επιδίωξη των κομμουνιστών θα πρέπει να είναι η συσπείρωση των εργατών και η ενεργοποίησή τους χωρίς αποκλεισμούς, σε ενωτική κατεύθυνση, η σύνθεση πολιτικών μέσα από τη διαφορετικότητα των απόψεων, η διαμόρφωση και η προώθηση από τη βάση προς τα πάνω αυτών των πολιτικών και όχι η επιβολή τους μέσω κεντρικών αποφάσεων. Να μην βολευόμαστε με απόψεις όπως «εμείς αυτοί είμαστε, όποιος θέλει ας ακολουθήσει». Μας αδικούν. Οι κομμουνιστές δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα και από κανέναν, ούτε σε επίπεδο θεωρίας ούτε σε επίπεδο επιχειρημάτων διαλόγου  και δράσης.
Με τον τρόπο αυτό να δούμε και το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των αγώνων. Να επανεξετάσουμε τους τρόπους διεκδίκησης, που όλοι βλέπουμε πως δεν αποδίδουν. Να παραδειγματιστούμε από την εξέλιξη του ηρωικού –και μόνο- αγώνα των απεργών χαλυβουργών, σε μια μοναδική ευκαιρία «ανάφλεξης» που χάθηκε. Αναρωτιέμαι και δεν νομίζω να είμαι ο μόνος, αν κερδίζουμε κάτι με τις σποραδικές 24ωρες απεργίες ανά κλάδο (στην ουσία δεν αναρωτιέμαι, είμαι πεπεισμένος πως όχι). Είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ένα βήμα μπροστά σε ότι αφορά τη μορφή των  απεργιακών αγώνων από δω και πέρα, αλλά και την «συμπεριφορά» μας στις απεργιακές ή άλλες συγκεντρώσεις και πορείες;…
Η μάχη πρέπει να δοθεί επίσης μέσα στο λαό, εκεί που αναπνέει, ανησυχεί, αγωνιά, υποφέρει. Στην καθημερινότητα του εργάτη, του άνεργου, του νέου, του συνταξιούχου. Να δουν οι κομμουνιστές πώς μπορούν να δράσουν συνεισφέροντας έμπρακτα βοήθεια στους απλούς ανθρώπους που την έχουν ανάγκη. Πρέπει να αναπτυχθεί η ψυχική επαφή με τον κόσμο και αυτό δεν θα συμβεί αν δεν ακούσουμε τι έχει να μας πει. Τα προβλήματά του, τον πόνο του. Είναι σπουδαίο να σε νιώθει ο άλλος δικό του άνθρωπο, να μπορεί να σε εμπιστευτεί, ν’ ακουμπήσει πάνω σου. Θα πει κανείς, μα και οι κομμουνιστές άνθρωποι είναι, ανάγκες έχουν, στην ίδια δύσκολη θέση με το λαό βρίσκονται. Ναι, μα αυτός ο λαός έχει απαιτήσεις από τους κομμουνιστές γιατί έτσι τους γνώρισε, μπροστάρηδες στα δύσκολα. Και ο πόλεμος που αυτοί διεξάγουν (οι κομμουνιστές) πάντα θα κινείται σε δυο μέτωπα: τον ταξικό εχθρό και ταυτόχρονα στις προσωπικές τους αδυναμίες.
Ας ανοίξουμε διάπλατα τα μάτια μας σύντροφοι. Δίπλα μας, την ώρα που εμείς περιχαρακωνόμαστε, και ζητάμε από το λαό να… διορθώσει την ψήφο του (άλλο πάλι και τούτο!...), κάποιες δυνάμεις που ήρθαν να αναστήσουν -και το καταφέρνουν σιγά σιγά- την σοσιαλδημοκρατία που εκτέλεσε το ΠΑΣΟΚ, καλλιεργούν αυταπάτες στο λαό που αργά ή γρήγορα θα του προσθέσουν κι άλλα αδιέξοδα και ακόμα πιο δυνατές απογοητεύσεις.
Ας τεντώσουμε τ’ αφτιά μας ν’ ακούσουμε την αγωνία ενός κόσμου που δεν μας πλησιάζει, αλλά που δεν μας κλείνει και την πόρτα. Που μας περιμένει. Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας, ο καθένας ξεχωριστά και συλλογικά σε όλα τα επίπεδα, να βρούμε τις ευθύνες, τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε. Η «μοναξιά» είναι καλή μερικές φορές, όταν την επιδιώκουμε, για περισυλλογή και ανασύνταξη. Όταν όμως παίρνει στοιχεία μονιμότητας μπορεί να εξελιχτεί σε κατάθλιψη.
Το κόμμα δέχεται σκληρή επίθεση σήμερα από την άρχουσα τάξη και η επίθεση αυτή θα ενταθεί στο μέλλον όσο οι συνθήκες της κρίσης  θα οξύνονται. Είναι πιθανό σύντομα να μάχεται για την επιβίωσή του κόντρα στον αυταρχισμό και τις μεθοδεύσεις του επίσημου κράτους. Ας μην θεωρούμε τη σημερινή κατάσταση σαν μόνιμη… Αν δεχτούμε πως στο ΚΚΕ αναλογούν ευθύνες για το μέλλον αυτού του λαού, αυτού του τόπου, αν δεχτούμε πως το πραγματικό δίλημμα είναι αν θα διαλυθεί το σκοτάδι ή θα επικρατήσει ο βόρβορος, τότε ο λαός έχει ανάγκη το κόμμα του και το ΚΚΕ απ’ το λαό θ’ αντλήσει τη δύναμή του.

[ΜΑΗΣ 2012]